Όταν γεννιέσαι κορίτσι, η σεξουαλική παρενόχληση είναι νόμος. Δεν είναι κάποιο περιστατικό που μπορεί να σου τύχει μπορεί και όχι. Η καθεμία μας έχει να θυμηθεί δεκάδες, άλλα ήσσονος και άλλα μείζονος σημασίας ξεκινώντας ακόμα από την παιδική της ηλικία. Όταν έχεις μάθει να κυκλοφορείς στον δρόμο αντιμετωπιζόμενη ως “θήραμα”, κάτι που συμβαίνει ασταμάτητα όταν όλοι κοιτούν κάπου αλλού, μεγαλώνεις με κάποια ψυχολογία, δομείς έναν χαρακτήρα, και οπωσδήποτε χτίζονται πάνω σε αυτή την διαρκή εξαίρεση με βάση το φύλο σου οι δυνάμεις και οι αδυναμίες σου. Σεξιστική βία στους δρόμους, στους κοινωνικούς χώρους (όπως στο σχολείο), στις δουλειές, από την αστυνομία, από τους φασίστες. Πουτάνα. Επειδή οδηγείς, επειδή απαντάς, επειδή περπατάς, επειδή δεν υπολογίζεσαι ως κάτι αρκετά σημαντικό στον χώρο εργασίας, επειδή το αγοράκι στο σχολείο έχει αντίστοιχες οικογενειακές αναφορές, επειδή αντιστέκεσαι δημόσια υπερασπιζόμενη αυτό που θεωρείς κοινωνικά δίκαιο. Σίγουρα οι γυναίκες, αλλά και οι κολασμένοι ολόκληρης της γης θα ήταν εντελώς διαφορετικές και εντελώς διαφορετικοί σε έναν ελεύθερο κόσμο.


Μπορούμε αλήθεια να συνειδητοποιήσουμε πόσο βαθύ είναι το τραύμα του κοινωνικού μας ρόλου με όλες τις απόκρυφες αλλά πάγιες πτυχές του; Πόση οργή μπορεί να ξυπνήσει μέσα σου αν θυμηθείς όλα τα περιστατικά παρενόχλησης ή και κακοποίησής σου αθροιστικά; Αν θυμηθείς τον φόβο που κουβάλησες βαριά στην καρδιά σου; Αν αναλογιστείς ότι αυτό που είσαι σήμερα χτίστηκε κάτω από έναν πολιτισμό πατριαρχίας, όπου η εξουσία είναι ιδανικό, η ανέλιξη στοίχημα, ο ανταγωνισμός νόμος; Δεν είναι καθόλου εντάξει αυτό. Το σύστημα εξουσίας που δεν το διαλέξαμε, αλλά χριστήκαμε υπήκοοί του από τη γέννησή μας μας κατακρεουργεί. Σαν γυναίκες, σαν εργαζόμενες, σαν αγωνιζόμενες. Και αυτό το σύστημα έχει όνομα. Λέγεται κράτος. Και λέγεται κεφάλαιο. Ο κύριος ή ο απλός μλκς που θεώρησε ότι έχει δικαίωμα επάνω στο σώμα σου και την ψυχή σου μέσα σε αυτό το σύστημα βρήκε άσυλο για να το κάνει. Και αν θες πραγματικά να μπεις στο ρουθούνι του τέρατος, καλό είναι να το αντικρίσεις. Να του δώσεις ένα όνομα. Και ανάλογα θα δεις αυτούς που είναι δίπλα σου και αυτούς που είναι απέναντί σου.


Μόλις χτες ένα αξιαγάπητο αγοράκι 4,5 χρονών είπε στην κόρη μου, ίδιας ηλικίας ότι θα την προστατεύσει γιατί είναι αγόρι. Μετά από λίγο μάλωναν για το ποιος είναι αρχηγός, Λίγο αργότερα για το ποιος έχει τα περισσότερα. ‘Οχι ρε φίλε. Δεν είναι στη φύση τους αυτό. Η δυσοσμία ξεκίνησε να πιάνει τα μικρά μας, να ενσωματώνουν ασυνείδητα τις αντιφάσεις μας. Ημών. Των υπό κυριαρχία ελεύθερων.


Κάποτε συμμετείχα σε ένα διεθνές θεατρικό φεστιβάλ γυναικών. Παρόλο που βρισκόμασταν εκεί μονάχα με βάση την καλλιτεχνική μας ιδιότητα, απέναντι στο ερώτημα τι σημαίνει να είσαι γυναίκα η απάντηση για μένα ήταν μία: να σε αφορά κάθε έκφραση αντίστασης. Να είναι υπόθεσή σου κάθε αγώνας για αξιοπρέπεια και ελευθερία. Η χειραφέτηση σου να περνάει μέσα από τη σύνδεση της δικής σου καταπίεσης με τις άλλες μορφές καταπίεσης, των δικών σου απαντήσεων με τις άλλες συλλογικές απαντήσεις. Μπορεί να τα μπέρδεψα λίγο, αφού ήμουν απλά σε ένα καλλιτεχνικό φεστιβάλ και όχι στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο Σοσιαλιστριών το 1910 στην Κοπεγχάγη, αλλά δεν πειράζει. Γιατί για μένα αυτό σημαίνει να είσαι γυναίκα. Και ήταν ωραία παράξενο που αυτή η μορφή συνείδησης μου εμπεδώθηκε σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όπου μάλλον ήταν περιορισμένη έως και ανύπαρκτη μια αντίστοιχη αντίληψη, αλλά όταν βρέθηκα να απαντώ αυτό το ερώτημα ήταν σημαντικός παράγοντας ότι γύρω μου υπήρχαν μόνο γυναίκες. Με τις εκατοντάδες προσωπικές ιστορίες μας. Τα δυσώδη χνάρια ενός κυρίαρχου πολιτισμού - σφαγείου της ανθρώπινης και πιο εξειδικευμένα της γυναικείας αξιοπρέπειας.


Πάμε τώρα και στα δικά μας, τα τρέχοντα. Στις θεατρικές παραγωγές, όταν τρέχουν. Πρώτα πρώτα έχεις την τύχη να βρίσκεσαι εκεί. Γιατί και για την τελευταία τρύπα του ζουρνά υπάρχουν δεκάδες που θέλουν να βρεθούν στη θέση σου. Δεν έχεις κανένα έλεγχο πάνω σε αυτό που παράγεται. Απλά ακολουθείς τον τόνο του σκηνοθέτη. Και εφόσον αυτός (ή αυτή) σου επιτρέψει να έχεις κάποιον έλεγχο αυτός θα είναι περιορισμένος με βάση το δικό του κριτήριο. Μπορεί να πληρώνεσαι, μπορεί και όχι. Αν δεν πληρώνεσαι θα κατηγορηθείς για ματαιοδοξία (ψωνάρα να το πούμε πιο λαϊκα. Λες και υπάρχει οποιαδήποτε μορφή τέχνης χωρίς την απόλυτη αυταπάρνηση του καλλιτέχνη προκειμένου να ασκήσει την τέχνη του). Αν πληρώνεσαι και ευχαριστημένος να ‘σαι. Με τις ημερομηνίες να τρέχουν, με την πρεμιέρα να έρχεται, είναι πολύ πιθανόν να σε προσβάλουν. Να σε κοροϊδέψουν. Να σε εκμεταλλευθούν. Στο όνομα της παράστασης. Στο όνομα της κατ’ ευφημισμό ομαδικής δουλειάς. Η ουσία της ύπαρξης του σωματείου σου θα είναι κινέζικα για τους περισσότερους συναδέλφους σου (είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρόσφατες εκλογές του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, ενώ το 2015 μόνο στην Αθήνα μετρήθηκαν 1542 θεατρικές παραγωγές, θεωρήθηκε κορυφαία η συμμετοχή με την καταμέτρηση 1500 ψηφοδελτίων πανελλαδικά). Θα σου υποσχεθούν το καλύτερο δυνατό. Θα τελείς υπό απειλές να κατέβει η παράσταση. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πέρα από το να ακολουθήσεις τις βουλές του εκάστοτε (ενίοτε και πολύ πολιτισμένου καθώς και ευαίσθητου) εργοδότη. Και όλοι θα κοιτάζουν ένα πράγμα. Την παράσταση, την πρεμιέρα. Δεν υπάρχει χρόνος για την περίπτωσή σου. Τώρα υπάρχει. Τώρα τα θέατρα είναι κλειστά. Οι παραγωγές δεν τρέχουν, οι πρεμιέρες δεν έρχονται, οι συσχετισμοί δεν είναι πιεστικά ενεργοί. Εσύ τώρα εκπροσωπείσαι ηθικά και από ανθρώπους που με τα μπούνια στηρίζουν αυτό το σύστημα που είναι δουλειά του να σε καταπίνει και σένα δουλειά σου είναι να του διαφεύγεις προς τον στόχο σου. Τώρα έχουν εξοργιστεί. Έχουν θυμώσει. Έχουν συγκινηθεί. Αλλά όταν ξανατρέξουν οι παραγωγές δεν θα υπάρχει και πάλι χρόνος για την περίπτωσή σου. Όσο καλοί άνθρωποι και να είναι, η παραγωγή έργου συμβαίνει μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, και αυτό λέγεται καπιταλισμός. Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε με 100 κώδικες δεοντολογίας, ούτε κι αν θάψουμε τον Κιμούλη στα τρίσβαθα των θεατρικών υπογείων.


Ναι, το να αποκαλύπτεις τον αυταρχισμό, και στην πιο χυδαία του μορφή, είναι γόνιμο στην δημιουργία συνθηκών έλλειψης ανοχής απέναντί του. Σε αυτή την πορεία δεν βρίσκω συνοδοιπόρους κανένα υπουργείο (είτε αθλητισμού, είτε πολιτισμού), κανέναν επίδοξο δημοτικό άρχοντα του πολιτισμού με τον συνδυασμό μιας παράταξης που από τη μια διοικεί την πόλη με όρους εργολάβου και από την άλλη τη χώρα σαν σοβαρή χρυσή αυγή, κανένα Marie Claire, καμία πρόεδρο της δημοκρατίας, κανένα πρωινάδικο.


Δεν κλείνω τα μάτια στην κακοποίηση και ειδικά από θέση ισχύος από όπου και αν προέρχεται και σε όποιον και αν απευθύνεται. Αναγνωρίζω το σθένος να καταγγελθεί αυτή. Σέβομαι την ενέργεια των ηθοποιών που κατονομάζουν τέτοια περιστατικά. Και κυρίως των πιο άσημων. Όμως πιστεύω και στην αμοιβαιότητα. Στην ουσία της συναδελφικής αλληλεγγύης που διακρίνει τους εργαζόμενους από την εργοδοσία. Και δεν ξεχνάω να κοιτώ προς το Καρά Τεπέ, τη Μανωλάδα, τα αστυνομοκρατούμενα Προπύλαια και την προέλαση μιας πολιτικής χούντας.

Μ. Μπ., ηθοποιός