Ισπανία 1936: 85 χρόνια από το καλοκαίρι της Αναρχίας

Αποσπάσματα και μαρτυρίες από το βιβλίο «Mujeres Libres, οι ελεύθερες γυναίκες στην Ισπανία – Αναρχισμός και αγώνας για τη γυναικεία χειραφέτηση» της Martha Ackelsberg, που κυκλοφορεί από τις Ελευθεριακές Εκδόσεις Ναυτίλος.


[…]
Οι εργατικές οργανώσεις περίμεναν από καιρό ότι θα γινόταν πραξικόπημα. Μίλησα με πολλούς, άντρες και γυναίκες, που μου ανέφεραν ότι όλη την εβδομάδα πριν την απόπειρα κήρυξης στρατιωτικής δικτατορίας κοιμόντουσαν στις αίθουσες των συνδικάτων, για να είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα μόλις χρειαστεί. Η κυβέρνηση, παρ’ όλα αυτά, ήταν απροετοίμαστη. Ούτε η εθνική ούτε η καταλανική κυβέρνηση είχαν συναινέσει στα αιτήματα της UGT και της CNT να δοθούν όπλα στους εργάτες, καθώς φοβούνταν ότι θα τα χρησιμοποιήσουν για να στραφούν ενάντια στη Δημοκρατία κι όχι για να την υπερασπιστούν απέναντι σε ενδεχόμενο πραξικόπημα του στρατού. Ωστόσο, όταν αυτό συνέβη υπό την ηγεσία των τεσσάρων στρατηγών στις 17 Ιουλίου στο Μαρόκο και στις 18 Ιουλίου στην ηπειρωτική χώρα, η απάντηση του πληθυσμού ήταν άμεση και ηχηρή, ειδικά στις περιοχές με μεγάλο αριθμό συνδικαλισμένων εργατών, όπως η Καταλονία, η Μαδρίτη και οι Αστούριες. Άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, όρμησαν στις αποθήκες, παίρνοντας όπλα και πυρομαχικά που η κυβέρνηση είχε αρνηθεί να τους δώσει. Οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους οπλισμένοι με ό,τι έβρισκαν για να αντιμετωπίσουν το στρατό.
Τις εβδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν, οι αναρχικοί και σοσιαλιστές αγωνιστές άντλησαν από τις εμπειρίες τους στα εργατικά συνδικάτα, τις κοινωνικές ομάδες και στα άτυπα πολιτιστικά και εκπαιδευτικά κέντρα, προκειμένου να κινητοποιήσουν εκατομμύρια ανθρώπους να πάρουν στα χέρια τους μεγάλα τμήματα της οικονομίας και της κοινωνίας. Ειδικά σε περιοχές όπου οι αναρχικοί είχαν δύναμη, όπως η Καταλονία, οι εργάτες κατέλαβαν εργοστάσια και άλλους χώρους δουλειάς. Στις αγροτικές περιοχές, οι εργατικές οργανώσεις απαλλοτρίωσαν μεγάλες ιδιωτικές εκτάσεις, οι μικροϊδιοκτήτες ένωσαν την γη και τα ζώα τους και οι δήμοι θέσπισαν νέα, συνεργατικά συστήματα καλλιέργειας. Πολύ σύντομα, εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν και δούλευαν σε αναρχικής ή σοσιαλιστικής έμπνευσης κολεκτίβες τόσο αγροτικές όσο και αστικές-βιομηχανικές, συναλλασσόμενοι μέσω συνεργατικών δομών και αναδιοργανώνοντας τις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Τα λόγια ανθρώπων που πήραν μέρος σ’ εκείνα τα γεγονότα μπορούν ίσως να μεταδώσουν τον ενθουσιασμό που ηλέκτριζε την ατμόσφαιρα. Για πρώτη φορά, πλήθη εργατών ένιωσαν ότι έπαιρναν τον κόσμο στα χέρια τους, συμμετέχοντας ταυτόχρονα σε μια διαδικασία που τον μεταμόρφωνε συνολικά. Όπως περιγράφει η Πεπίτα Καρπένια, δεκαπέντε ετών εκείνη την εποχή:

Σπουδαία πράγματα συνέβαιναν τότε στην Ισπανία [...] Πρέπει να τα ζήσει κανείς για να τα καταλάβει. Είδα τους συντρόφους να δημιουργούν κολεκτίβες, να οργανώνουν τον σοσιαλισμό [...] να αναλαμβάνουν πράγματα χωρίς ίχνος ανταμοιβής ή πληρωμής, μόνο για να έχει ο λαός ό,τι χρειαζόταν [...] Στα δεκατέσσερα και τα δεκαπέντε μου, απέκτησα εμπειρίες που με συνόδευσαν σε όλη μου τη ζωή [...] ένα απάνθισμα ιδεών που έγιναν πράξη [...] Προτιμούσα να ζήσω αυτή την εμπειρία, κι ας πέθαινα, παρά να τη χάσω.1

mujeres1

Χιλιάδες ανθρώπων συμμετείχαν στα γεγονότα των πρώτων ημερών. Ο Ενρίκε Κασάνες, μαζί με τους φίλους του από τη FIJL και άλλους αναρχικούς αγωνιστές μπήκαν στην αποθήκη όπλων του San Andres την αυγή της 19ης Ιουλίου, με σκοπό να εφοδιαστούν για τη μάχη απέναντι στο πραξικόπημα. Η μητέρα του, Cristina Piera, ξύπνησε εκείνο το πρωινό από το ουρλιαχτό των σειρήνων και ακολούθησε το πλήθος που κατευθυνόταν προς τις αποθήκες. Τα συνδικάτα είχαν σημάνει τις σειρήνες, ειδοποιώντας τον κόσμο για το πραξικόπημα και καλώντας τον να κατέβει σε γενική απεργία. Η αφήγησή της είναι μάλλον αντιπροσωπευτική των ιστοριών πολλών ακόμα ανθρώπων που ενώ δεν συμμετείχαν ενεργά σε κάποιο κίνημα, τους συνεπήρε ο ενθουσιασμός της στιγμής: «Ξύπνησα το πρωί κι άκουσα ότι κόσμος είχε μπει στις αποθήκες των όπλων [...] Έτσι πήγα κι εγώ. Όλοι πήγαν [...] Πήρα ένα πιστόλι και δύο γεμιστήρες [για τουφέκια]. Ό,τι μπορούσα να κουβαλήσω. Είχε και μπαρούτι [...] Ακόμη και εγώ, με τα λίγα που γνώριζα και μπορούσα να κάνω, ήμουν εκεί. Ο κόσμος έπαιρνε όπλα και πυρομαχικά· πήρα κι εγώ ό,τι μπορούσα».2
Η Σολεδάδ Εστοράτς και άλλα τέσσερα ή πέντε μέλη της γυναικείας ομάδας στη Βαρκελώνη συσκέπτονταν όλη τη νύχτα της 18ης Ιουλίου σε ένα δωμάτιο που τους είχε παραχωρήσει το συνδικάτο των οικοδόμων, στην Calle de Mercades, πίσω από την οδό Λαγετάνια στο κέντρο της πόλης. Ο Μαριανέτ (Μαριάνο Βάσκεθ) και οι υπόλοιποι από το «επιτελείο» της CNT είχαν πάει να επιτεθούν τους στρατώνες του Αταραθάνας, στο τέλος της Ράμπλας.

Μας άφησαν εκεί μόνες μας, στις 5 το πρωί, όταν άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες. Υπήρχε κόσμος παντού στην Πλάθα ντε Μαθία και σε ολόκληρη την περιοχή, κι όλοι πήγαιναν να βρουν όπλα, διότι η Χενεραλιδάδ, η καταλανική κυβέρνηση, επέμενε ακόμα στην άρνησή της να εξοπλίσει τον κόσμο. Ενώθηκα και εγώ με το πλήθος, για λίγο.

Νωρίς το πρωί, επέστρεψε στα γραφεία του συνδικάτου με τις υπόλοιπες συντρόφισσες.

Έπεφταν πυροβολισμοί παντού [...] Ήταν τρομαχτικό. Δεν ξέραμε ούτε τι γινόταν ούτε τι να κάνουμε. Σκεφτήκαμε ότι, στη χειρότερη περίπτωση, αν οι σύντροφοι δεν κατάφερναν να νικήσουν στο Αταραθάνας, θα χρειαζόταν να οχυρωθούν κάπου, βρίσκοντας καταφύγιο. Έτσι πήγαμε στο Κάσα Καμπό, ένα από τα ομορφότερα κτίρια της Βαρκελώνης, στην οδό Λαγιετάνα. Είχαμε μαζί μας ένα μικρό πιστόλι και μερικά μασούρια δυναμίτη [...]
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου υπήρχε μια οικοδομή, όπου βρήκαμε σκόρπια πολλά σακιά με τούβλα. Τα πήραμε για να στήσουμε οδοφράγματα. Τοποθετήσαμε μερικά και στο εσωτερικό του κτιρίου για να το οχυρώσουμε. Ο θυρωρός ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος. Μας άφησε να μπούμε, αλλά μας ζήτησε να μη λερώσουμε το ασανσέρ, γιατί αλλιώς θα έχανε τη δουλειά του!
Έτσι, κουβαλήσαμε τα πράγματα στους ορόφους και φτιάξαμε οχυρώσεις. Κι όταν επέστρεψαν οι σύντροφοι –νικητές, φυσικά– και είδαν πόσο όμορφο ήταν, το κατέλαβαν κι έγινε η έδρα της CNT-FAI [Casa CNT-FAΙ].3

Συνέχισε περιγράφοντας τις ώρες και τις μέρες που ακολούθησαν, καθώς και τον ρόλο των γυναικών στη μάχη κατά του πραξικοπήματος: «Το πιο σπουδαίο που έκαναν οι γυναίκες, εκτός βέβαια από τις ηρωικές πράξεις στις οποίες συμμετείχαν κι αυτές, όπως όλοι, ήταν που ανέβαιναν στις στέγες των κτιρίων και με αυτοσχέδιους χάρτινους τηλεβόες καλούσαν τους στρατιώτες να έρθουν με το μέρος μας, να πετάξουν τις στολές τους και να ενωθούν με τον κόσμο».
Η Ενρικέτα Ροβίρα, που ήταν είκοσι χρονών τότε, έκανε διακοπές παρέα με φίλους στη Μπλάνες, στην Κόστα Μπράβα. Οι σύντροφοι από την Επιτροπή της Βαρκελώνης ειδοποίησαν την Επιτροπή της Μπλάνες για τις εξελίξεις. Κι έτσι η Ενρικέτα επιβιβάστηκε στο πρώτο τρένο που βρήκε κι επέστρεψε στην πόλη.

Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εξελισσόταν στο κέντρο της Βαρκελώνης. Είχα ένα πιστόλι – μού είχαν δώσει δηλαδή ένα πιστόλι. Φαντάσου με εμένα, που ποτέ δεν είχα κρατήσει ούτε ψεύτικο όπλο για παιχνίδι, αφού η μητέρα μου δεν συμφωνούσε με τέτοια πράγματα! Αλλά εφόσον μού είχαν δώσει όπλο, ήμουν έτοιμη να το χρησιμοποιήσω. Γρήγορα, όμως, άλλαξαν γνώμη, είπαν πως όχι, δεν ήταν αυτή δουλειά για μια γυναίκα [...] Πως δεν θα ήξερα να το χρησιμοποιήσω και πως υπήρχαν κι άλλοι σύντροφοι χωρίς όπλα. Έτσι μας έστειλαν, όλες τις γυναίκες και τις οικογένειες, να χτίσουμε οδοφράγματα. Φροντίζαμε επίσης για τις προμήθειες. Οι γυναίκες σε κάθε γειτονιά οργάνωναν αυτό το κομμάτι, εξασφαλίζοντας ότι θα υπήρχε φαγητό για τους άντρες [...] Όλοι έκαναν από κάτι.4

Επαναστατική εξέγερση: Οι Πολιτοφυλακές

Ωστόσο, υπήρχαν γυναίκες που πήραν τα όπλα και συμμετείχαν στις λαϊκές πολιτοφυλακές. Για παράδειγμα, η Κόντσα Πέρεθ, κόρη αναρχικού αγωνιστή, είχε ενταχθεί στον αγώνα από την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, συμμετέχοντας σε μια αναρχική ομάδα συγγένειας και στο ελευθεριακό αθήναιο Φάρος, στο κέντρο της πόλης. Λίγο καιρό αργότερα, συνέβαλε στην οργάνωση μιας ομάδας προσκείμενης στην JJLL. Σύντομα, όμως, μαζί και με άλλους, στράφηκε προς τη γειτονιά της, το Λα Κορτ. Εκεί δημιούργησαν την αναρχική ομάδα και το ελευθεριακό αθήναιο «Hiumanidad» [Ανθρωπότητα]. Στη συνέχεια, ίδρυσαν την «Inquietud», ομάδα της FAI, στην οποία ανήκαν επίσης ο Φελίξ Καρασκέρ και η συντρόφισσά του του Ματίλντε Εσκουδέρ, καθώς και το ρασιοναλιστικό σχολείο «Εliseo Reclus».

mujeres2


Μπορεί εκείνα τα πρώτα χρόνια να ήταν γεμάτα ένταση και δράση για την Κόντσα, που είχε μάλιστα περάσει κάποιους μήνες στη φυλακή για τη συμμετοχή της στις εξεγέρσεις του Ιανουαρίου και του Δεκεμβρίου του 1934, αλλά οι εβδομάδες και οι μήνες, πριν το πραξικόπημα του Ιουλίου του 1936, σήμαναν ένα ολότελα διαφορετικό επίπεδο εμπλοκής της στα γεγονότα. Όλο τον προηγούμενο μήνα, οι πάντες βρίσκονταν σε εγρήγορση: «Ήταν γνωστό, σχεδόν βέβαιο, ότι επρόκειτο να γίνει απόπειρα πραξικοπήματος, και ήμασταν επί ποδός [...]». Την τελευταία εβδομάδα ειδικά, το κλίμα ήταν τεταμένο και η ζωή κινούταν σε φρενήρεις ρυθμούς: «Συναντιόμασταν κάθε βράδυ [...] Μέχρι να μας ειδοποιήσουν ότι ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί στους δρόμους, εμείς προετοιμαζόμασταν». Τα νέα δεν άργησαν να έρθουν· είχε φτάσει η ώρα της δράσης: «Μας είπαν να πάμε να φέρουμε στρώματα, γιατί θα μέναμε όλοι μαζί στον ίδιο χώρο και θα κοιμόμασταν εκεί». Και πού θα τα έβρισκαν; Στους οίκους ανοχής! Συγκέντρωσαν λοιπόν στρώματα, τα μετέφεραν στο κτίριο και τα έβαλαν στο πάτωμα. Έτσι φυλούσαν σκοπιά τις επόμενες μέρες· με βάρδιες κοιμόντουσαν και με βάρδιες ελέγχανε για κινήσεις σκοπευτών στους δρόμους.

Και ύστερα:

Μάθαμε πως είχε εκδηλωθεί [στον στρατώνα του πεζικού] στο Πεδράλμπες […] Έτσι, πήραμε ένα φορτηγό που είχαμε, το καλύψαμε με στρώματα και με τα λιγοστά όπλα που είχαμε στη διάθεσή μας (εγώ είχα ένα μικρό πιστόλι) πήγαμε να κάνουμε έφοδο στις αποθήκες όπλων. Φαντάσου!
Όταν φτάσαμε, είδαμε πως είχαν έρθει και σύντροφοι από το Σαντς. Γεμίσαμε το φορτηγό με όπλα -κάναμε δύο διαδρομές- και τα πήγαμε στη γειτονιά. Μείναμε εκεί για λίγες ημέρες [...] Ελευθερώσαμε τους κρατούμενους από τη φυλακή Μοδέλο.

Μετά από μερικές μέρες οδομαχιών στη Βαρκελώνη, επέστρεψαν στο Πεδράλμπες, όπου συγκεντρώνονταν «για να σταλούν στο μέτωπο».5
Η ιστορία της Κόντσα συμπυκνώνει την περιγραφή που δίνει η Μαίρη Νας, σχολιάζοντας το «χαρακτηριστικό προφίλ της γυναίκας στις πολιτοφυλακές [...] νέα σε ηλικία, με πολιτικούς, οικογενειακούς ή συναισθηματικούς δεσμούς με συντρόφους πολιτοφύλακες, και με κίνητρο την κοινωνική και πολιτική της συνείδηση [...]».6 Αυτού του είδους η πολιτική και κοινωνική συνείδηση υπήρξε ο κρίσιμος παράγοντας που διαφοροποιούσε τις πολιτοφυλακές από τον τακτικό στρατό. Όπως σημειώνει εκείνη την εποχή ο Καμίνσκι: «Η πολιτοφυλακή είναι ομάδα με στρατιωτικά χαρακτηριστικά που συμμετέχει σε έναν εμφύλιο πόλεμο, όχι όμως για κάποιες αφηρημένες αξίες, ούτε για την κατάκτηση εδαφών, και σίγουρα όχι αποικιών […] αλλά για την ανθρώπινη υπόσταση του κάθε ατόμου». Ο στόχος της; «Να υπερασπιστεί την Επανάσταση».7

[…]

Λαϊκή Επανάσταση και Κολεκτιβοποίηση

Τις πρώτες μεθυστικές μέρες τις διαδέχτηκε μια μαζική λαϊκή επανάσταση, τόσο στις αγροτικές όσο και στις αστικές-βιομηχανικές περιοχές. Από τη στιγμή που το πραξικόπημα συνετρίβη σε κάποιες από τις κυριότερες πόλεις και αφού χαράχτηκαν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, ήταν προφανές πως θα ακολουθούσε εμφύλιος πόλεμος. Το πολιτικό κενό που προέκυψε καθιστούσε απαραίτητο και ταυτόχρονα εφικτό τον κοινωνικό πειραματισμό σε μαζική κλίμακα. Με κάποιο τρόπο, η κοινωνική οργάνωση έπρεπε να ανασυγκροτηθεί και η οικονομία να συνεχίσει να λειτουργεί, ακόμη και με βάση ένα νέο σύστημα διαχείρισης (πράγμα αναγκαίο, σε ορισμένες περιοχές τουλάχιστον, εφόσον οι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι είχαν εγκαταλείψει το έδαφος, καταφεύγοντας στις περιοχές που ελέγχονταν από τις δυνάμεις των πραξικοπηματιών).
Οι Καταλανοί βιομηχανικοί εργάτες απάντησαν στο πραξικόπημα με την κατάληψη εργοστασίων και το πέρασμά τους σε διάφορες παραλλαγές «εργατικού ελέγχου». Σε πολλές αγροτικές περιοχές, οι εργάτες γης ανέλαβαν τη διαχείριση αγροκτημάτων που ανήκαν σε απόντες γαιοκτήμονες, ενώ οι μικροϊδιοκτήτες ένωσαν τη γη και τα ζώα τους δημιουργώντας αγροτικές κοοπερατίβες και κολεκτίβες. Στους δήμους κάθε γωνίας της Δημοκρατικής Ισπανίας, εγκαθιδρύθηκαν νέα συστήματα οργάνωσης των δημοσίων έργων, των μεταφορών, της τροφοδοσίας και των προμήθειων. Και για κάποιο διάστημα, οι πολιτοφυλακές αντικατέστησαν το στρατό, οι τοπικές «περιπολίες» την αστυνομία, και τα λαϊκά δικαστήρια, το ποινικό δικαστικό σύστημα.8

mujeres3


Η κολεκτιβοποίηση δεν υπήρξε παντού εθελοντική ούτε συνέβη σε όλη την έκταση της Δημοκρατικής Ισπανίας. Επικράτησε κυρίως στις βιομηχανικές περιοχές της Καταλονίας και της Βαλένθιας, στις αγροτικές εκτάσεις της Αραγονίας και της Βαλένθιας και σε μικρότερο βαθμό, σε αγροτικά τμήματα της Καστίλης και της Καταλονίας. Ούτε όλες οι κολεκτίβες ήταν αναρχικής έμπνευσης. Και οι σοσιαλιστές εφάρμοζαν την κολεκτιβοποίηση σε ορισμένα μέρη, ειδικά στην Κεντρική Ισπανία. Στην Καταλονία υπήρξαν φάρμες που κολεκτιβοποιήθηκαν από την Unio de Rabassaires. Όμως η πρωτοβουλία συνήθως προερχόταν από το τοπικό επίπεδο, ακόμη και αν ενισχυόταν σημαντικά, παραδείγματος χάρη από την πίεση της παρουσίας κάποιας ταξιαρχίας της αναρχικής πολιτοφυλακής στη γύρω περιοχή.
Οι αγωνιστές που ζούσαν στις πόλεις, εξαιτίας της μακροχρόνιας συμμετοχής τους σε συνδικαλιστικούς αγώνες και της προηγούμενης ενασχόλησής τους με το ζήτημα του συντονισμού, αντιλήφθηκαν γρήγορα την ανάγκη συνεργασίας με συντρόφους τους από την ύπαιθρο και από άλλους τομείς της παραγωγής. Μία από τις επιτακτικότερες ανάγκες ήταν τα τρόφιμα. Όπως εξηγεί ο αναρχικός ιστορικός Jose Peirats, που έζησε τον πόλεμο σε νεαρή ηλικία:

Συνειδητοποιήσαμε πως, αφού τα πάντα είχαν παραλύσει λόγω της απεργίας, κατά πάσα πιθανότητα ο κόσμος δεν θα είχε να φάει. Και αν δεν έβρισκε να φάει, δεν θα υποστήριζε την επανάσταση. Οπότε, με τα τρόφιμα που είχαμε στη διάθεσή μας, στήσαμε κέντρα διανομής φαγητού. Επιπλέον, συγκεντρώναμε από τα συνδικάτα των αντίστοιχων κλάδων έτοιμα είδη, μεταποιημένα προϊόντα και μαγειρικά σκεύη, τα φορτώναμε σε φορτηγά και τα μεταφέραμε στα κοντινά χωριά, όπου τα ανταλλάσσαμε με τους αγρότες και παίρναμε τρόφιμα.9

Η Σολεδάδ Εστοράτς που συμμετείχε επίσης σε παρόμοιες δράσεις αποκαλύπτει άλλη μια πτυχή της επαναστατικής ζέσης:

Επιτάξαμε τους κεντρικούς κινηματογράφους και τα μετατρέψαμε σε κοινοτικές τραπεζαρίες. Από πού βρίσκαμε τρόφιμα; Απ’ όπου μπορούσαμε! Πηγαίναμε σε καταστήματα της περιοχής και τα επιτάσσαμε. Οι καημένοι οι μαγαζάτορες μάς έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Δεν ήταν και πολύ χαρούμενοι βέβαια. Ορισμένοι μας έλεγαν ότι τους καταστρέφουμε. Αλλά ήταν αναπόφευκτο. Αυτά συνέβησαν τις πρώτες μέρες της επανάστασης που έπρεπε να κάνουμε κάτι να φάει ο κόσμος. Αργότερα, βέβαια, παίρναμε τα φορτηγά, πηγαίναμε στις μεγάλες αγορές και προμηθευόμασταν τρόφιμα από εκεί.10

Παντού υπήρχαν σημάδια του κοινωνικού μετασχηματισμού. Κυβερνητικά και ιδιωτικά κτίρια καταλαμβάνονταν και καλύπτονταν με τα λάβαρα της UGT ή της CNT. Κινηματογράφοι μετατρέπονταν σε δημόσια εστιατόρια. Τα ταξί και τα τραμ βάφονταν με τα χρώματα και τα σύμβολα της CNT και της UGT. Ο Τζωρτζ Όργουελ, επισκεπτόμενος για πρώτη φόρα τη Βαρκελώνη τον Δεκέμβριο του 1936, αναφέρει ότι «εξ όψεως έμοιαζε με μια πόλη, στην οποία η τάξη των πλουσίων είχε ουσιαστικά πάψει να υπάρχει».11
Η δημιουργική ενέργεια έβρισκε άλλοτε μικρότερες κι άλλοτε μεγαλύτερες διεξόδους. Οι αγωνιστές μπορούσαν τώρα να πραγματώσουν τις ιδέες που έτρεφαν για χρόνια στην καρδιά τους. Τη Σολεδάδ, λόγου χάρη, πάντα τη συναρπάζανε τα βιβλία. Παρ’ όλο που τα λιγοστά χρήματα που έβγαζε ως ράφτρα μετά βίας της επέτρεπαν να συντηρεί τον εαυτό της και την οικογένειά της, ποτέ δεν εγκατέλειψε τον στόχο της να μορφωθεί και «να γνωρίσει τον κόσμο». Ενώνοντας τις δυνάμεις της με συντρόφους από τους Χουβεντούδες, έκανε πλέον το όνειρό της πραγματικότητα: «Ξεκινήσαμε το Λαϊκό Πανεπιστήμιο. Καταλάβαμε ένα πανέμορφο γαλλικό μοναστήρι και απαλλοτριώσαμε βιβλία απ’ όλη την πόλη για να φτιάξουμε βιβλιοθήκη. Ήμουν εκστασιασμένη με τα βιβλία. Οι σύντροφοι ήταν πιο μορφωμένοι από εμένα και μπορούσαν να διαλέξουν ποια ήταν πιο κατάλληλα. Εγώ θα τα είχα πάρει όλα!».12
Η επανάσταση επέφερε ευρείας κλίμακας αλλαγές στην εκπαίδευση. Στις 27 Ιουλίου δημιουργήθηκε στην Καταλονία η Επιτροπή για το Νέο Ενιαίο Σχολείο. Ο στόχος της ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικός: δημόσια δωρεάν παιδεία για όλους, από το δημοτικό ως την ανώτερη βαθμίδα, στην οποία συμπεριλαμβανόταν το «εργατικό πανεπιστήμιο» και το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Οι επιδιώξεις της ήταν βαθιά επηρεασμένες από την αναρχική εκπαιδευτική θεωρία, ενώ στην οργάνωση και τη λειτουργία της πρωτοστάτησαν αναρχικοί δάσκαλοι. Για παράδειγμα, ο Juan Puig Elias, πρόεδρος του πολιτιστικού τμήματος της CNT και διευθυντής του Escuela Natura, διατέλεσε πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής της CENU. Η ιδρυτική της ανακοίνωση δίνει μια γεύση της φύσης του εγχειρήματος: «Ήρθε η ώρα για ένα νέο σχολείο, εμπνευσμένο από τις ρασιοναλιστικές αρχές της εργασίας και της πανανθρώπινης αδελφοσύνης [...] το οποίο θα δημιουργήσει μια νέα σχολική ζωή, που θα εμπνέεται από το οικουμενικό αίσθημα της αλληλεγγύης και θα ανταποκρίνεται σε όλες τις ανάγκες της κοινωνίας, στη βάση της πλήρους εξάλειψης των προνομίων κάθε είδους».13

mujeres4


Η Έμμα Γκόλντμαν, ταξιδεύοντας στην Ισπανία μετά από πρόσκληση της CNT να επισκεφθεί τη χώρα και την επανάσταση, γοητεύτηκε από όσα έζησε, ειδικά στα πρώτα εκείνα στάδια. Τον Σεπτέμβριο του 1936, πριν ακόμα από το πρώτο της ταξίδι, έγραφε σε φίλους ότι η δημιουργική πλευρά της επανάστασης ήταν εκείνη που της φαινόταν σπουδαιότερη: «Για πρώτη φορά οι σύντροφοί μας δεν περιορίζονται στη μάχη ενάντια στον κοινό εχθρό. Ασχολούνται με την οικοδόμηση. Εκφράζουν χειροπιαστά τη σκέψη του μεγάλου μας δασκάλου, του Μιχαήλ Μπακούνιν, πως το πνεύμα της καταστροφής είναι ταυτόχρονα και πνεύμα δημιουργίας».4 Φτάνοντας στη Βαρκελώνη, δεν απογοητεύτηκε. Έγραφε στον Ρούντολφ και στη Μίλυ Ρόκερ: «Επισκέφθηκα ήδη όλα τα έργα που έχουν περάσει στον έλεγχο της CNT και λειτουργούν από τους ίδιους τους εργάτες, τους σιδηρόδρομους, τις μεταφορές, τα διυλιστήρια, το φωταέριο, τα ναυπηγεία και κάποια εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας. Κι έμεινα έκπληκτη από την άψογη κατάσταση που βρίσκονται και από το πόσο ομαλά λειτουργούν όλα. Πιο πολύ εντυπωσιάστηκα με τους αγρότες ενός κολεκτιβοποιημένου χωριού. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν δυνατό να υπάρχει τόση ευφυία στους χωρικούς».15
Η αίσθηση της ενδυνάμωσης, ή αίσθηση του εφικτού που συνόδευε τη συμμετοχή σε αυτές τις δραστηριότητες συντρόφευε τους αγωνιστές στα χρόνια που ακολούθησαν. Όπως θυμάται η Ενρικέτα Ροβίρα: «Τα συναισθήματα που νιώθαμε τότε ήταν πολύ ξεχωριστά. Ήταν πανέμορφα. Υπήρχε μια αίσθηση –πώς να το πω;– δύναμης, όχι με την έννοια της κυριαρχίας, αλλά με την έννοια ότι, αν υποθέσουμε ότι κάποιος κρατούσε τα πράγματα στα χέρια του, αυτοί ήμασταν εμείς οι ίδιοι. Μια αίσθηση εφικτού, ότι όλοι μαζί μπορούσαμε να κάνουμε κάτι».16

 

1.Pepita Carpeña, συνέντευξη, Μονπελιέ, Γαλλία, 30 Δεκεμβρίου 1981..

2.Cristina Piera, συνέντευξη, Badalona , 6 Αυγούστου 1981.

3.Soledad Estorach, συνέντευξη, Παρίσι, 4 Ιανουαρίου 1982.

4.Enriqueta Rovira, συνέντευξη, Castellnaudary, Γαλλία, 29 Δεκεμβρίου 1981.

5.Concha Pérez, συνέντευξη με τη συγγραφέα, Βαρκελώνη, 3 Μαΐου 1988.

6.Mary Nash, «Las Mujeres en la Guerra Civil», εισαγωγικό κείμενο στον αναμνηστικό τόμο, Las mujeres en la Guerra Civil: Salamanca 1989, Ministero de Cultura, Dirección Genderal de Bellas Artes y Archivos, Μαδρίτη, 1989, σελ. 27. Βλέπε επίσης Nash, Defying Male Civilization: Women in the Spanish Civil War, Women and Modern Revolution Series, Jane Slaughter και Richard Stites (επιμ. σειράς), Arden Press Inc., Ντένβερ, 1995, σσ. 105-6.

7.H.E. Kaminski, Los de Barcelona, Prólogo de José Peirats, μεταφ. από τα γαλλικά Carmen Sanz Barberá, Ediciones del Cotal, S.A., Βαρκελώνη, 1976, σσ. 197-8.

8.George Orwell, Homage to Catalonia, Beacon Press, Βοστώνη 1955, ειδικά σσ. 3-6. Εκτενέστερη και πιο πρόσφατη μελέτη σχετικά με την κολεκτιβοποίηση: Walther L. Bernecker, Colectividades y revolución social: el anarquismo en la Guerra Civil Española, 1936-1939, Critica, Βαρκελώνη, 1982. Βλέπε επίσης: Aurora Bosch, Colectivistas (1936-1939), Almudin, Βαλένθια, 1980 και Bosch, «Las colectivizaciones: estado de la cuestión y aspectos regionales", στο La II República, σσ. 147-68.

9.José Peirats, συνέντευξη, Montady, Γαλλία, 22 Ιανουαρίου 1979. Ενδιαφέρουσα η σύγκριση με το Kropotkin, The Conquest of Bread. [Π. Κροπότκιν, Η Κατάκτηση του Ψωμιού, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 2008.]

10.Estorach, συνέντευξη, Παρίσι, 4 Ιανουαρίου 1982.

11.Orwell, Homage to Catalonia, 5.

12.Estorach, συνέντευξη, Παρίσι, 6 Ιανουαρίου 1982.

13.«Decret: Creació del Consell de l' Escola Nova Unificada», 27 Ιουλίου 1936, περιλαμβάνεται στο José Peirats, La CNT en la revolucón española, τόμ.. 1, Ruedo Ibérico, Παρίσι, 1971, σελ. 191.

14.Emma Goldman προς ένα φίλο, 9 Σεπτεμβρίου, 1936, NYPL-EG.

15.EG προς τον Ρούντολφ και τη Μίλυ, 1η Οκτωβρίου 1936. Βλέπε επίσης EG προς Stella [Ballantine], 19 Σεπτεμβρίου 1936, NYPL-EG.

16.Rovira, συνέντευξη, Castellnaudary, 29 Δεκεμβρίου 1981.

mujeres6