Μια ματιά στην ποιητική συλλογή “Νάρκη”
της Ν. Δούρου, που εκδόθηκε από τις ελευθεριακές εκδόσεις “Ναυτίλος” το Μάη του 2021

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γίνεται αναφορά στις διάφορες ερμηνείες της λέξης “Νάρκη”: 1) Η επιβράδυνση των ζωτικών οργάνων, 2) ο κυριολεκτικός λήθαργος, 3) ο πνευματικός λήθαργος και 4) η βόμβα. Η “Νάρκη” αυτή λοιπόν μέσα από μια αφήγηση λέξη- λέξη και ένα ταξίδι εκ βαθέων, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο παρά βόμβα. Μια βόμβα που στην έκρηξη της πυρπολεί τις λέξεις, τις αλλοιωμένες και άνυδρες -πλεόν- χρήσεις τους, πυρπολεί την ησυχία και την επιβαλλόμενη συγκατάβαση. Είναι μια βόμβα που στην άρνησή της να παραμείνει ανενεργή βάζει φωτιά στο λήθαργο. Η “Νάρκη” αυτή φωνάζει μέσα από τις σελίδες της “να ξεριζώσω τις εξουσίες, τις αδικίες, τις νοθευμένες σας αλήθειες”. Δεν ωραιοποιεί, μα υπενθυμίζει. Δεν προσεύχεται, μα δρα. Δεν σηκώνει άλλο πια το βάρος της αδικίας που έχει κουρνιάσει στις πλάτες μας. Εξ- εγείρεται!  Δεν ψάχνει να βρει τους "καταραμένους" μέσα από σχήματα υπερβατικά ή υπερφίαλα και κατασκευασμένα, ούτε να θέσει ένα παραμορφωτικό καθρέφτη απέναντι από την καθημερινότητα. Η "Νάρκη" αποδίδει -με τον τρόπο που κάθε φορά αναλογεί- στα όποια πρόσωπα την δική τους "θέση" μέσα στα πράγματα, την συνθήκη που τα περιβάλλει, του έρωτα, της τέχνης, του θανάτου, της αδικίας, του διαφορετικού, του αγώνα!

Παρακάτω ακολουθούν 3 ποιήματα -από τα πολλά που θα μπορούσαν να επιλεχθούν- και ένα βίντεο- απόσπασμα βιβλιοπαρουσίασης της ποιητικής συλλογής που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνη '21 στην κατάληψη Mundo Nuevo

 

Η οχλαγωγία φτωχός οδοιπόρος
βαδίζει στον ακουστικό της πόρο.
Ο αντίχειρας και ο δείκτης της
φλερτάρουν άοκνα
με σαπρούς στοιβαγμένους καπνούς.
Αρειμανίως εκείνη εισπνέει
τα λαθραία της τσιγάρα.
Και ύστερα κοιτάζει,
με βλέμμα λερωμένο.
Αχ, αυτό το βλέμμα.
-Που αντικατοπτρίζει
τα γοητευτικότερα όλων οδοφράγματα-
τη γόπα του εναπομείναντος τσιγάρου.
Θαρρείς και είναι η μοναδική
άθαφτη ελπίδα στο νεκροταφείο του σκιρτήματος.
Την παραμορφώνει λυσσασμένη
στο μεταλλικό μαραφέτι.
Απαισιόδοξη ως την έχουν συνηθίσει.
Αλλά όμορφη και φίλαυτη,
και όμορφη.

*

Νέα και απολιόρκητη έτσι που είσαι,
στων φρενοκομείων τη βλαβερή σάλπιγγα γεννιέσαι,
και των γιατρών τα ενδύματα
λάβαρα δικά σου μέσα στην έρημο.

Μην κοιτάς, άλλο μην κοιτάς,
μάτια κατάμαυρα από πίσσα και λύσσα
στο σκότος δεν γέρνουν να αποκοιμηθούν.

Το κορίτσι μες της αδικίας το νυστέρι
βαθύ χαράκωμα, πλήττει το κορμί της
λαβωματιές στην παρακινδυνευμένη όαση.

Μην μου μιλάτε πια για πάθη,
όταν η καρδιά βροντάει και οι σπινθήρες τρομάζουν.
Μην μου μιλάτε πια για έρωτες, όσοι με σεργιάνισαν σε αταξίδευτα
νερά, τριαντάφυλλα που ποτέ δεν φύτρωσαν.
Μην μου μιλάτε πια για μάτια. Εκείνα τα ατίθασα κελαηδούν πάντα
σαν πουλιά ξενιτεμένα.
Μην μου μιλάτε πια για λόγια.
Τούτα που τα συναισθήματα απατηλά δολοφονούν.
Μην μου μιλάτε πια για τέχνη.
Την κοιτώ να καμουφλάρεται πίσω από τα σοκάκια,
τα πάρκα και τις βρωμισμένες πλατείες.
Μην μου μιλάτε πια για θάνατο.
Ειδικά γι’ αυτόν να μην μου μιλάει κανείς.
Μην μου μιλάτε για τον θάνατο.
Για τον ίδιο που γυμνός σωριάζεται σε όσους δεν μπορούν να
ακούν άλλο τίποτα πια…

*

 Είμαστε οι αδέσποτοι,
Είμαστε οι αδέσμευτοι,
οι καταραμένοι.
Θαρρώ πως η ζωή,
μας καταδίκασε
σε περιβάλλοντα φλεγόμενα
και σε ερείπια που στο νου τους
χτυπούν τα λαμπιόνια ηδονής τροπικής.
Προς δυσμάς και προς ανατολάς
τα πέλματά μας μπασμένα στο χώμα
δυσκίνητα, και το κεφάλι συνεπαίρνει το στέρνο, ψηλά.
Αλλοπαρμένο παιδί του αέρα.
Προς δυσμάς και προς ανατολάς
απάτριδες και διαβάτες
με μια σηριγγούλα τόση,
μαστιχωτή, δόση προς δόση.
Η στάχτη σε υγρή μορφή
εκκινεί από τις φλέβες,
βαστάει το αλογάκι
αδέξια κολυμπούν στο αίμα.
Προς δυσμάς και προς ανατολάς
μέχρι πνεύμα και κορμί να μελανιάσουν
άθικτα τα χείλη να αφήσουν, να τσαλακώσουν το προσωπείο
με το πιο ηλίθιο χαμόγελο.
Έτσι! Γιατί ξεγελιέστε! Εύκολα!

*