Ο Traven και το προλεταριακό μυθιστόρημα
Στην αγγλόφωνη Wikipedia, ο B. Traven είναι το πρώτο «παράδειγμα αμερικανικής προλεταριακής γραφής» που μνημονεύεται, εκτός των συγγραφέων που συνδέονταν με το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Πρώτος χρονολογικά, πιθανόν και πρώτος αξιολογικά (αν κρίνουμε από τα μάλλον άγνωστα ονόματα που ακολουθούν). Η Wiki έχει βέβαια ένα αυστηρό κριτήριο, που συνήθως δεν τηρείται σήμερα: «προλεταριακή» λογοτεχνία, και ειδικότερα «προλεταριακό» μυθιστόρημα (γιατί, άλλη ενδιαφέρουσα παραξενιά αυτή, η Wiki μοιάζει να τα ταυτίζει τα δύο), είναι αυτό που παράγεται από συγγραφείς που προέρχονται από την εργατική τάξη ή έχουν ζήσει σε αυτή (έτσι, «συγγραφείς όπως ο Steinbeck, ο Dreiser και ο Dos Passos, που έγραψαν για την εργατική τάξη αλλά προέρχονταν από πιο ευκατάστατα περιβάλλοντα, δεν περιλαμβάνονται εδώ»).
Δεν γνωρίζω αν και κατά πόσο καταστρατηγεί κάθε σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας η Wiki, πάντως βρίσκω αναζωογονητική την άποψη που θέλει τον συγγραφέα ένα με το αντικείμενό του, αλλιώς –λέει η άποψη αυτή– δεν ανήκει ούτε εκείνος στο αντικείμενο ούτε το αντικείμενο στον ίδιο, υπάρχει δηλαδή μια απαραμείωτη απόσταση μεταξύ τους που γειτνιάζει με το επίπλαστο, αν όχι με το ολωσδιόλου ψεύτικο και υποκριτικό. Η τέχνη του «γράφουμε όπως ζούμε» ολοφάνερα έχει χαθεί προ αμνημονεύτων στη λογοτεχνία, ιδίως στην πεζογραφία («καταραμένοι ποιητές» συνεχίζουν, υποθέτω, να υπάρχουν και θα συνεχίσουν μάλλον και στο μέλλον) και όλως ιδιαιτέρως στο μυθιστόρημα, για το οποίο όλοι πάνω-κάτω ξέρουμε ότι είναι το κατεξοχήν αστικό λογοτεχνικό είδος, άρα έχει σαν καταστατική του συνθήκη αυτόν τον διαχωρισμό, αυτή την αλλοτρίωση του γράφοντα από τα γραφόμενά του – συνήθως με την επαγγελματικού τύπου απομόνωση του συγγραφέα στη σχόλη του, για να μπορεί να παρατηρεί καλύτερα, πιο νηφάλια και στοχαστικά τον μέσα και τον έξω κόσμο και να δημιουργεί απερίσπαστος (όλα αυτά τα τελευταία κάλλιστα μπορούν να μπουν σε εισαγωγικά). «Γράφουμε όπως ζούμε», ωστόσο, θα πει κάτι διαφορετικό από αυτό, κάτι πρώτα απ’ όλα ηθικό ή/και πολιτικό, αλλά επίσης, θέλω να υποστηρίξω, και αισθητικό, που έχει να κάνει εγγενώς με τη γραφή και τη λογοτεχνία.
Αυτό που θα υποστηρίξω, λοιπόν, είναι ότι το προλεταριακό μυθιστόρημα που υπηρετεί ο Traven κατάγεται απευθείας από τις μυθιστορηματικές πηγές, συνδέεται με τις ίδιες τις ρίζες του νεότερου μυθιστορήματος (αν και το μυθιστόρημα μόνο «νεότερο» μπορεί να είναι, όπως λένε οι θεωρητικοί). Και ο λόγος είναι ότι οι ρίζες αυτές υπήρξαν αυθεντικά συλλογικές, και μόνο αργότερα εξατομικεύτηκαν στον κυρίως μυθιστορηματικό κορμό που γνωρίζουμε και στους «μεγάλους», λίγο-πολύ επαγγελματίες μυθιστοριογράφους. Υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν πειστικά ότι μια βασική πηγή του μυθιστορήματος είναι οι θρησκευτικές «φάρσες», σατιρικά θεατρικά δρώμενα στο πλαίσιο των μεγάλων θρησκευτικών γιορτών του Μεσαίωνα στην Ευρώπη, όπου το ασφυκτικό πλαίσιο της απολυταρχίας και του μεσαιωνικού χριστιανισμού καμπτόταν προσωρινά (ή «παραγέμιζε») με πληβειακές εκδηλώσεις που παράβαιναν με κάθε τρόπο τις κατεστημένες ιεραρχίες και εθιμοτυπίες. Η γνωστή σύνδεση του μυθιστορήματος με το καρναβαλικό στοιχείο, μέσω του Ραμπελέ κυρίως, πάνω σε αυτή την παράδοση πατάει, αν και ήδη τον 16ο αιώνα, στα έργα του Ραμπελέ, βλέπουμε ότι το συλλογικό στοιχείο της φάρσας έχει πια εξατομικευτεί. Αναγνωρίζουμε τώρα έναν συγγραφέα και μεμονωμένους ήρωες, το ίδιο και στο λίγο μεταγενέστερο πικαρέσκο μυθιστόρημα, αυτό το αρχικά ισπανικό λογοτεχνικό είδος με τις περιπέτειες των διάφορων «πίκαρο», μπαγαπόντηδων αλητάκων από τις κατώτερες τάξεις που προσπαθούν να επιβιώσουν όπως-όπως μέσα σ’ έναν ολοένα πιο εχθρικό κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δον Κιχώτης, στις αρχές του 17ου αιώνα, φτάνει στο σημείο να ενσωματώσει και να σχολιάσει κριτικά το πικαρέσκο είδος, αποτελώντας τον συνδετικό κρίκο προς το «μυθιστόρημα μαθητείας», το Bildungsroman, όπου το ορθολογιστικό-αστικό στοιχείο αρχίζει να επικρατεί οριστικά.
Κάνω αυτή την απαράδεκτα συνοπτική αναδρομή στην ιστορία και τη θεωρία της λογοτεχνίας για να φτάσω στον 19ου αιώνα, όταν αναδημιουργείται ένα συλλογικό υποκείμενο μέσα στην καρδιά του ιδιωτικοποιημένου αστικού κόσμου και επιδιώκει να μιλήσει με τα εκφραστικά μέσα του καιρού του: το συλλογικό αυτό υποκείμενο είναι η βιομηχανική εργατική τάξη και τα εκφραστικά του μέσα είναι, μοιραία, τα αλλοτριωμένα, αστικά λογοτεχνικά είδη που δουλεύονται επί αιώνες, με πρώτο το μυθιστόρημα. Έτσι γεννιέται το προλεταριακό μυθιστόρημα, αρχικά ψευδεπίγραφο, δι’ αντιπροσώπων: εννοώ τους αστούς συγγραφείς που απαξιώνει να συμπεριλάβει στην ταξινόμησή της η Wikipedia. Κι όταν, στα τέλη του αιώνα αυτού, αποκτά αυτόνομη ύπαρξη, σε συνθήκες διευρυμένης κοινωνικής σύγκρουσης, δεν θα μπορούσε φυσικά να έχει τη δημοτικότητα των αναγεννησιακών προγόνων του, του Ραμπελέ, του πικαρέσκο ή του Δον Κιχώτη. Από τα τέλη του 19ο αιώνα και μετά, το προλεταριακό μυθιστόρημα διάγει μια ύπαρξη λαθραία, που μόνο τεχνητά και προσωρινά διακόπτεται μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, όταν και όποτε οι συγγραφείς του συνδέονται με τα κομμουνιστικά κόμματα ανά τον κόσμο. Όταν δεν συμβαίνει αυτό, η περιθωριοποίηση είναι σχεδόν σίγουρη – και εδώ ο Traven είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, τόσο σε ό,τι έχει να κάνει με την επιτυχία του όσο και σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαχείρισή της, τομέας στον οποίο ο Traven –ο πεισματικά εξαφανισμένος κάτω από μάσκες και πίσω από ψευδώνυμα– κυριολεκτικά δεν έχει όμοιό του. Πώς ενώνεται όμως το νέο αυτό προλεταριακό μυθιστόρημα με τους μακρινούς προγόνους του, τόσα που έχουν αλλάξει στο μεταξύ; Κατ’ αρχάς, η εξαίρεση Traven, ο συγγραφέας χωρίς πρόσωπο, δείχνει με την ίδια την απουσία του ότι σκοπός της δικής του λογοτεχνίας, της προλεταριακής, είναι η επιστροφή στη συλλογικότητα, η ανάδειξη του προλεταριάτου μέσα στο και μέσα από το λογοτεχνικό έργο, με τον ατομικό συγγραφέα να γίνεται ένας από τους πολλούς ανώνυμους, ένας αιρετικός χωρίς διαβατήριο, όπως λέει ο ναύτης στο Πλοίο των νεκρών. Υπάρχει όμως, αναπόφευκτα, και η απουσία της ζώσας και δρώσας συλλογικότητας, τελικά η ήττα του προλεταριάτου, ή μάλλον η ήττα των μορφών, πολιτισμικών και πολιτικών, που προσπάθησε να βρει για τον εαυτό του. Υπό το πρίσμα αυτής της συλλογικής ήττας-απουσίας, και η εξαφάνιση του συγγραφέα δικαιολογείται ως απόσυρση στο παρασκήνιο μέχρι την έφοδο του συλλογικού υποκειμένου στο προσκήνιο, μέχρι τη συλλογική νίκη. Μέχρι τότε, η συγγραφική ατομικότητα πρέπει να παραμείνει αόρατη (σαν τη θεολογία του Βάλτερ Μπένγιαμιν, τον κρυμμένο νάνο μέσα στο δυνάμει αήττητο ανδρείκελο του ιστορικού υλισμού).
Είναι πολύ ισχυρό αυτό το ηθικό αίτημα που μόλις περιέγραψα, και είναι επίσης αυτό που θα με οδηγήσει πίσω στο καθαυτό, δηλαδή περιεχομενικό, ηθικό-πολιτικό στοιχείο της προλεταριακής λογοτεχνίας, στο οποίο αναφέρθηκα ξεκινώντας, πριν αρχίσω την ιστορική-θεωρητική αναδρομή στην παράδοση του μυθιστορήματος. Αυτό το στοιχείο είναι που ενώνει καθαρότερα απ’ όλα το προλεταριακό μυθιστόρημα με τις απαρχές του μυθιστορηματικού είδους. Από τις μεσαιωνικές «φάρσες», μέσω του Ραμπελέ, του πικαρέσκου, του Δον Κιχώτη, ακόμα και του πρώιμου μυθιστορήματος μαθητείας (σκέφτομαι εδώ ένα μεταιχμιακό έργο, μεταξύ πικαρέσκου και Bildungsroman, όπως ο Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος του Γκριμελσχάουζεν), και φτάνοντας μέχρι την προλεταριακή λογοτεχνία του Traven, οι ματαιωμένες λαχτάρες των πληβείων, των υπεξούσιων, των προλετάριων, έβρισκαν και βρίσκουν έκφραση σε ένα ύφος περήφανο κι αμοραλιστικό, διανθισμένο με βωμολοχίες, ανάρμοστες πράξεις και παραλείψεις, αμαρτίες, βιαιότητες, ακρότητες, αλλά και στιγμές μεγαλείου, ηρωισμού, ανιδιοτέλειας, άγριας χαράς ή απλώς ακατάβλητης νηφαλιότητας και σχεδόν θυμοσοφίας μέσα στην «ολοσχερή αποστροφή απέναντι σ’ ένα κόσμο που σπαταλήθηκε μέσα στο αίμα, τη ληστεία, την ηδονή» (λόγια αυτά του Τόμας Μαν για τον Σιμπλικίσιμο).
Η ηθική στάση και η πολιτική στράτευση που αναδύονται εδώ έχουν χαρακτηριστικά αντικειμενικά, όχι υποκειμενικά: δεν είναι «επιλογή», ούτε όμως και άνωθεν επιβεβλημένο πεπρωμένο – περισσότερο παραπέμπει σε αυτό που ο Μπένγιαμιν ονόμαζε «χαρακτήρα», την απλότητα, την αθωότητα και την ελευθερία που προσιδιάζει λογοτεχνικά στη σφαίρα της κωμωδίας, όχι της τραγωδίας. Αμέσως το διαισθάνεται κανείς διαβάζοντας τόσο τον Traven όσο και τους προδρόμους του: όσα φοβερά, αμαρτωλά και βίαια κι αν συμβαίνουν στα έργα αυτά, η ανάγνωση συνοδεύεται σταθερά από μια αίσθηση ευφορίας, αγαλλίασης, μια καθαρή μορφή διασκέδασης (υπό μη θεαματική έννοια). Σήμερα, η παράδοση αυτή φαντάζει γι’ ακόμα μια φορά χαμένη, μεταστοιχειωμένη ίσως σε άλλα, παραμορφωμένα είδη, παραχωμένη πιθανόν σε γωνιές του ίντερνετ που πολλοί μπορεί να τις ξέρουν αλλά να μην τις αναγνωρίζουν, ενώ άλλοι να τις αγνοούν εντελώς. Δεν έχει μεγάλη σημασία αυτό, ούτε πρέπει να το δραματοποιούμε – άλλωστε, από τον 17ο αιώνα μέχρι τα τέλη του 19ου, μεσολάβησαν δύο γεμάτοι αιώνες ύφεσης, μπροστά στους οποίους η δική μας άμπωτη μοιάζει απλή υποσημείωση. Το σημαντικό είναι ότι τα έργα αυτού του παρελθόντος (αν θέλουμε να το οικειοποιηθούμε, να το θεωρήσουμε δικό μας), έργα σαν του Traven, παραμένουν στη θέση τους, για να μας προετοιμάζουν για τις συλλογικές γραφές και τις συλλογικές ζωές του μέλλοντος.
Γιώργος Καράμπελας
* Εισήγηση από τη βιβλιοπαρουσίαση των Βαμβακοσυλλεκτών του Β. Traven (Ναυτίλος Ελευθεριακές Εκδόσεις) τον Φλεβάρη του 2025 στο γκάρυ. στην Αθήνα.