Χάρης Τεμπερεκίδης: Καλύτερα να ζήσεις μια φορά σαν λύκος παρά εκατό σαν πρόβατο.

Στις 7 Φλεβάρη του 1999 ο Χάρης Τεμπερεκίδης χάνει τη ζωή του από τους ένστολους δολοφόνους των ΕΚΑΜ, ύστερα από κυνηγητό και συμπλοκή στα βουνά της ορεινής Κορινθίας, όπου μέχρι την τελευταία πνοή του οχι απλά δεν πρόδωσε, αλλά προσπάθησε να παραπλανήσει τους κρατικούς δολοφόνους του με ψευδή στοιχεία ώστε να διευκολύνει την φυγή των συνεργών του. Είχε προηγηθεί η ληστεία της αγροτικής τράπεζας Κλειτορίας.

Καταγόταν από οικογένεια ανταρτών, ενώ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα στις φυλακές και τα κολαστήρια της δημοκρατίας. Το 1986 απέδρασε από τις φυλακές Κέρκυρας μαζί με τον κρατούμενο Γιάννη Πετρόπουλο, όμως 2 μήνες μετά συνελήφθησαν μαζί με την δικηγόρο και αγωνίστρια Κ. Ιατροπούλου που τους παρείχε καταφύγιο. Ένα χρόνο μετά, το 1987, ο Χάρης Τεμπερεκίδης συμμετέχει σε μια από τις σημαντικότερες εξεγέρσεις στην ιστορία των φυλακών αυτής της χώρας, στην εξέγερση του κολαστηρίου Κέρκυρας και στην πυρπόληση του διοικητηρίου του, μαζί με δεκάδες εξεγερμένους κρατούμενους, μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Πετρόπουλος και ο Βαγγέλης Ρωχάμης.

Παρά τα συνεχή βασανιστήρια, στα οποία υποβαλλόταν από τους ανθρωποφύλακες, δεν σταμάτησε ούτε μια στιγμή να αγωνίζεται εντός των φυλακών, να στέκεται στο πλευρό των κρατουμένων και με μαχητικότητα και αυταπάρνηση να δίνει μάχες ενάντια στο τέρας της φυλακής και του σωφρονισμού, ενάντια στους γδάρτες των ονείρων του.

Δεν ξεχνάμε... Τιμή στη μνήμη του Χάρη Τεμπερεκίδη

haris temperekidis eksegersi kerkira

 

Ο ΧΑΡΗΣ ΖΕΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ (Αναρχικό Δελτίο, νο 2, Μάης 1999)

Το κυνήγι στα βουνά της Κορινθίας τελείωσε. Τα κρατικά σκυλιά, πάνοπλα, πάσχισαν για μια ακόμα φορά να φανούν άξια στ' αφεντικά τους. Μαζί τους, τα αρπακτικά των καναλιών έτρεξαν να κατασπαράξουν ό,τι απέμεινε απ' την κτηνωδία των πρώτων. Θλιβερός συμμέτοχος και η τοπική κοινωνία. Αυτουργός στη δολοφονία του Αλβανού, θύτης στην αυτοκτονία της Ρωσίδας, θα δώσει εδώ το υποτακτικό της παρών στο ρόλο του "αυτόπτη μάρτυρα", του "φοβισμένου περίοικου", του ρουφιάνου που "γνωρίζει τα κατατόπια".

Το κυνήγι τελείωσε. Μπορείτε να είστε ήσυχοι. Ύστερα από ένα διαρκή πόλεμο με το κράτος, ξεφτιλίζοντας τους θεματοφύλακες της ιδιοκτησίας και τους μηχανισμούς πειθάρχησης και επιτήρησης, πρωτοστατώντας στις εξεγέρσεις των κολασμένων των φυλακών, ο Χάρης Τεμπερεκίδης είναι νεκρός.

O Χάρης ζει ανάμεσά μας. Στους τοίχους της Αθήνας, στους δρόμους, στα κελιά των σχολείων και των φυλακών, κάθε φορά που η αντίσταση και η εξέγερση ορθώνονται, σπάζοντας τα δεσμά της εξουσιαστικής βαρβαρότητας, δείχνοντας το δρόμο για την ανθρώπινη ελευθερία. Ανησυχείτε. Το κυνήγι δεν τελείωσε…

 

Απόσπασμα από το θεατρικό έργο “Ο Χάρης Δεσμώτης”, του Γιάννη Πετρόπουλου (εκδόσεις "Διάδοση")

ΧΑΡΗΣ: Να ανοιχτεί, να σπαστεί και τα κομμάτια της να σκορπιστούν στους δρόμους της κοιμισμένης πολιτείας, να την ξυπνήσουν και να της ξεσκίσουν το πέπλο της άγνοιας που μ’ αυτό έντυνε την εντιμότητά της! Άλλο από τις αλυσίδες αυτής της ζωής δεν γνώρισα, τίποτε άλλο. Θέλεις να σου πω τι ένιωθα όταν μ’ έδεναν στο σταυρό, ε! Τότε που τράβαγαν ψηλά τους χαλκάδες, τους τέντωναν για ν’ ανυψωθώ και για να μην ακουμπάει ούτε το μεγάλο δάχτυλο στη γη, λες κι αν πατούσε θα τους έκλεβε την ευτυχία και επειδή ήμουν βαρύς, να βογγάνε, να λυσσάνε, να προσπαθούνε να με τραβήξουν ψηλά για να μου σκίζει ο πόνος τις σάρκες και αυτές την καρδιά: “Δεσ’ τον, γερά τον πούστη,” “Σκάσε ρε πούστη, βούλωστο!”, “Να μην πατάνε τα πόδια του στη γη. Να κρέμεται, να κρέμεται γιατί μόνο αυτός ο τρόπος υπάρχει για να καταλάβει τι είναι ανυπακοή.”, “Κάργαρε το χαλκά, τέντωσε ψηλά την αλυσίδα, ένωσέ τη μαζί του να μην έχει καθόλου λάσκο, καθόλου αέρα και σφιχτά τους καρπούς, γερά, γερά πολύ γερά.”
Και όταν, επιτέλους, καταϊδρωμένοι εκεί μέσα στη σκοτεινιά τους το καταφέρανε, τους είδα να χαίρονται. Γιατί το είχαν επιτέλους καταφέρει, γιατί με είχαν σταυρώσει στα δεσμά απάνω στον τοίχο και προπαντός γιατί, όσες προσπάθειες κι αν έκανα για ν’ ακουμπήσω στη γη και ν’ αλαφρώσω τους πόνους, συναντούσα το κενό, ήμουν κρεμασμένος στις αλυσίδες στον αέρα κι αυτό το είχαν σαν το μεγαλύτερό τους έργο. Θριαμβολογούσαν γιατί κατάφεραν κι έκτισαν έναν άνθρωπο ζωντανό.

[…] Κι εκεί μ’ άφηναν μέσα στο σκοτάδι, γεμάτο αίματα, πόνους, πληγές να ρέουν και να γίνονται, μέσα στη θλιβερή μοναξιά και στο φόβο που με κατάπινε, η μεγάλη μου συντροφιά, ο αμίλητος και βουβός αυτός καθρέφτης της κοινωνίας τους, ενώ κάθε τόσο έμπαινε κι από ένας δήμιος για να δει αν ακόμη αντέχω και ζω. “Ζεις ακόμη ρε πούστη, ζεις, μωρή κουφάλα. Ρε, ζει ακόμα ρε, αυτός δεν έχει πάθει τίποτα... Χτύπα τον ρε, βάρα τον ρε τον πούστη στα σπλάγχνα, στο κεφάλι...” Κι αυτό να επαναλαμβάνεται και να επαναλαμβάνεται. Και να το θέλω! Να το ζητώ, γιατί μέσα στο τρομερό και αδηφάγο σκοτάδι της μοναξιάς, αυτοί χωρίς να το ξέρουν, ενώ έρχονταν να μου μεταδώσουν τον τρόμο, μου έσπαζαν αυτόν τον μεγαλύτερο τρόμο, τον τρόμο της μοναξιάς και για λίγες στιγμές είχα παρέα την παρέα τους. Ναι, αλυσοδεμένος στον σταυρό, ξέβραζα το σταυρό που είχα μέσα μου, και μαζί μ’ αυτόν και την κοινωνία τους, που τώρα εσύ μου λες να μη χιμήξω καταπάνω της και ν’ αφήσω άθικτα τους δήμιους και τους σταυρούς, όταν αυτή τη στιγμή άπειροι άλλοι είναι καρφωμένοι απάνω τους. Θες να τα ξεχάσω, να τα ξεγράψω όλα; Μ’ αυτά δεν είναι της σκέψης αλλά του κορμιού και αυτά δεν μπορεί καμία δύναμη να τα σβήσει, αυτά πάντα θα βγαίνουν και θα ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια μέχρι κάποια στιγμή ή να πάρουν μια γλυκιά ικανοποίηση ή να σε στραγγαλίσουν από τη ίδια τη φρίκη που ζητά άκαρπα δικαίωση. Δεν υπήρχε νύχτα που να μην πετάγομαι επάνω καθώς έβλεπα ότι με έσερναν για να με δέσουν στους χαλκάδες: Όχι. Όχι. Μη, μη όχι άλλο ούρλιαζα... και ξεχυνόμουν έτοιμος να φύγω. Να πάω πού; Εκεί όπου η βουή του σκοταδιού μου ’δινε μια και με κατάπινε… Και ύστερα ή πριν και μετά απ’ αυτό το αποξεγύμνωμα, τι ήταν η ζωή μου, ε! Τι ήταν... Ένα τεράστιο, ένα απαραβίαστο τείχος όπου απάνω του υπήρχε μόνο μία λέξη: Απαγορεύεται. Ναι, απαγορεύεται να την αγγίξεις και όχι να τη ζυγώσεις και όλα γίνονταν ανάσα και ουσία αυτής της λέξης. Δεν υπήρχε τίποτα, μα τίποτα που δεν απαγορευότανε και επειδή θέλαν να είναι πιο ορατό επάνω εκεί, κρεμάσανε τις αλυσίδες, τους χαλκάδες και τα ρόπαλά τους. Πες μου πώς θα το βγάλω αυτό το μαρτύριο, πες μου ακόμη κι αν το αποτελειώσω από τη σκέψη μου πώς θα του απονεκρώσω τις πληγές απ’ το κορμί; Πώς να μην τις βλέπω, να μην φαίνονται, όταν αυτές είναι μέσα βαθιά καταχωνιασμένες και κάθε τόσο ορμάνε σαν πυρκαγιά και με καίνε, ε! Πώς;