Σαν σήμερα, 30 Μάη 1814, γεννιέται ο αναρχικός επαναστάτης Mikhail Bakunin. Θεωρείται μια από τις επιδραστικότερες προσωπικότητες του αναρχισμού με τεράστια συμβολή στην επαναστατική αναρχική παράδοση. Γεννημένος στην τσαρική Ρωσία ανέπτυξε ένα φλογερό μίσος για την αδικία. Σε ηλικία 21 ετών παραιτείται από τον στρατό και αναπτύσσει δεσμούς με δημοκρατικούς κύκλους. 9 χρόνια μετά και ενόσω βρίσκεται στο Παρίσι γνωρίζει τον Μαρξ και τον Προυντόν. Το 1848 απελαύνεται από τη Γαλλία επειδή αντιτάχθηκε στην κατοχή της Πολωνίας από τη Ρωσία. Το 1849 συνελήφθη στη Δρέσδη για τη συμμετοχή του στην τσεχική εξέγερση του 1848 και απελάθηκε στη Ρωσία μετά από αίτημά της, όπου φυλακίστηκε πρώτα στην Αγία Πετρούπολη, στη συνέχεια στο φρούριο του Shlisselburg το 1854 και τελικά εξορίστηκε στη Σιβηρία το 1857. Διέφυγε μέσω Ιαπωνίας - Διώρυγας του Παναμά - Σαν Φρανσίσκο στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Το 1863 ο Bakunin έφυγε για να συμμετάσχει στην εξέγερση στην Πολωνία, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει σε αυτήν και έτσι πέρασε χρόνο στην Ελβετία και την Ιταλία.
Το 1868 εντάχθηκε στη Διεθνή Ένωση Εργατών, οδηγώντας σε ραγδαία αύξηση της επιρροής της αναρχικής πτέρυγας. Στο Συνέδριο της Χάγης το 1872 εκφράστηκε έντονα η διαμάχη μεταξύ του ίδιου και του Μαρξ, ο οποίος υποστήριζε τη χρήση του κράτους για την επίτευξη του σοσιαλισμού. Από την άλλη πλευρά, ο Bakunin και η αναρχική πτέρυγα υποστήριξαν την καταστροφή του κράτους και στη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας βασισμένης σε κομμούνες και σε ελεύθερες ομοσπονδίες ελεύθερων εργατών. Αυτή η θέση σύντομα έγινε η πολιτική της Διεθνούς στην Ιταλία και την Ισπανία και απέκτησε δημοτικότητα στην Ελβετία, το Βέλγιο και τη Γαλλία. Αφού απέτυχε να νικήσει την αναρχική ιδέα, ο Μαρξ και οι οπαδοί του κατέφυγαν σε μια εκστρατεία συκοφαντίας και ψεμάτων εναντίον του Μπακούνιν, αποβάλλοντάς τον από τη Διεθνή επειδή, κατά την άποψη του Μαρξ, διατηρούσε μια μυστική οργάνωση εντός της Διεθνούς. Έτσι το 1872 ίδρυσε την Αντιεξουσιαστική Διεθνή. Ο Bakunin προσπάθησε να συμμετάσχει σε μια αναρχική εξέγερση στη Μπολόνια της Ιταλίας το 1874, αλλά η επιδεινούμενη υγεία του τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Ελβετία μεταμφιεσμένος. Την 1η Ιούλη 1876 αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Βέρνης στην Ελβετία μετά από σοβαρά προβλήματα υγείας.
Αν και επιχείρησε να γράψει μανιφέστα, άρθρα και βιβλία, πολλά εξ αυτών έμειναν ανολοκλήρωτα. Όντας κυρίως ακτιβιστής, σταματούσε, μερικές φορές κυριολεκτικά στη μέση της πρότασης, για να συμμετάσχει σε αγώνες, απεργίες και εξεγέρσεις. Ακόμα κι έτσι, τα γραπτά του ήταν και παραμένουν επίκαιρα και σημαντικής αξίας για την οικοδόμηση της αναρχικής σκέψης.
Προειδοποίησε για τα δεινά που φέρνει η εξουσία και άσκησε κριτική στους μαρξιστές και στη δικτατορία του προλεταριάτου. Πολύ πριν από τη ρωσική επανάσταση, προειδοποίησε ότι μια νέα τάξη διανοουμένων και ημι-διανοούμενων θα μπορούσε να επιδιώξει να μπει στη θέση των γαιοκτημόνων και των αφεντικών και να αρνηθεί στους εργαζόμενους την ελευθερία τους.
Το 1873 προέβλεψε ότι υπό τη δικτατορία του προλεταριάτου των Μαρξιστών, οι ηγέτες του κόμματος θα κρατούσαν τα ηνία της κυβέρνησης και θα χώριζαν τις μάζες σε δύο μεγάλες κατηγορίες - τους βιομηχανικούς εργάτες και τους αγρότες - υπό την άμεση διοίκηση μιας νέας προνομιούχας επιστημονικής και πολιτικής τάξης. Είχε αντιληφθεί ότι η κυβέρνηση είναι το μέσο με το οποίο κυβερνά μια μειοψηφία και ότι αφού η πολιτική εξουσία σημαίνει τη συγκέντρωση της εξουσίας σε λίγα χέρια, θα έπρεπε να καταργηθεί. Αντ' αυτού η πρότασή του ήταν η Κοινωνική Επανάσταση μέσα από την οποία η εξουσία θα διαμοιραζόταν και θα ήταν στα χέρια όλων των ανθρώπων και των δικών τους ομόσπονδων εθελοντικών οργανώσεων. Η κατάργηση του κράτους και της πολιτικής εξουσίας, για τον Bakunin, ήταν αναμφισβήτητη προϋπόθεση για την ελευθερία και την ισότητα καθώς όσο υπάρχουν άρχοντες θα υπάρχουν κυβερνώμενοι, όσο υπάρχουν αφέντες θα υπάρχουν σκλάβοι, όσο υπάρχουν εκμεταλλευτές θα υπάρχουν εκμεταλλευόμενοι.
*
" […] Κάθε Κράτος, είτε έχει ομοσπονδιακό είτε μη ομοσπονδιακό χαρακτήρα, πρέπει να επιδιώκει, υπό την ποινή της ολοκληρωτικής καταστροφής, να γίνει το ισχυρότερο από τα Κράτη. Πρέπει να καταβροχθίζει άλλους για να μην καταβροχθιστεί κι αυτό με τη σειρά του, να κατακτά για να μην κατακτηθεί, να υποδουλώνει για να μην υποδουλωθεί — γιατί δύο παρόμοιες και ταυτόχρονα ξένες δυνάμεις δεν μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς να καταστρέφουν η μία την άλλη.
Το κράτος, λοιπόν, είναι η πιο κραυγαλέα άρνηση, η πιο κυνική και πλήρης άρνηση της ανθρωπότητας. Διαλύει την παγκόσμια αλληλεγγύη όλων των ανθρώπων στη γη και ενώνει μερικούς από αυτούς μόνο για να καταστρέψει, να κατακτήσει και να υποδουλώσει όλους τους υπόλοιπους. Δέχεται υπό την προστασία του μόνο τους δικούς του πολίτες και αναγνωρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ανθρωπιά και τον πολιτισμό μόνο εντός των ορίων των δικών του ορίων. Και επειδή δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα εκτός των δικών του ορίων, αρκετά λογικά οικειοποιήθηκε το δικαίωμα να φέρεται με την πιο άγρια απανθρωπιά σε όλους τους ξένους πληθυσμούς που μπορεί να λεηλατήσει, να εξοντώσει ή να υποτάξει στη θέλησή του. Αν επιδεικνύει γενναιοδωρία ή ανθρωπιά απέναντί τους, δεν το κάνει σε καμία περίπτωση από αίσθημα καθήκοντος: και αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχει άλλο καθήκον παρά μόνο απέναντι στον εαυτό του και απέναντι σε εκείνα τα μέλη του που το σχημάτισαν με πράξη ελεύθερης συμφωνίας, που συνεχίζουν να το συγκροτούν στις ίδιες ελεύθερες βάσεις ή, όπως συμβαίνει μακροπρόθεσμα, έχουν γίνει υπήκοοί του.
Εφόσον το διεθνές δίκαιο δεν υπάρχει και επειδή δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει με σοβαρό και πραγματικό τρόπο χωρίς να υπονομεύσει τα ίδια τα θεμέλια της αρχής της απόλυτης κρατικής κυριαρχίας, το Κράτος δεν μπορεί να έχει κανένα καθήκον απέναντι σε ξένους πληθυσμούς. Αν λοιπόν φέρεται ανθρώπινα σε έναν κατακτημένο λαό, αν δεν φτάνει στο έπακρο στη λεηλασία και την εξόντωσή του και δεν τον υποβιβάζει στο τελευταίο βαθμό δουλείας, το κάνει ίσως για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και σύνεσης ή ακόμα και λόγω καθαρής μεγαλοψυχίας, αλλά ποτέ λόγω καθήκοντος - γιατί έχει απόλυτο δικαίωμα να τους διαθέσει με οποιονδήποτε τρόπο κρίνει κατάλληλο.
Αυτή η κατάφωρη άρνηση της ανθρωπότητας, η οποία αποτελεί την ίδια την ουσία του Κράτους, είναι από την άποψη του τελευταίου το υπέρτατο καθήκον και η μεγαλύτερη αρετή: ονομάζεται πατριωτισμός και αποτελεί την υπερβατική ηθική του Κράτους. Την ονομάζουμε υπερβατική ηθική επειδή συνήθως υπερβαίνει το επίπεδο της ανθρώπινης ηθικής και δικαιοσύνης, είτε ατομικής είτε κοινής, και έτσι συχνά τίθεται σε έντονη αντίφαση με αυτά. Έτσι, για παράδειγμα, το να προσβάλλεις, να καταπιέζεις, να ληστεύεις, να λεηλατείς, να δολοφονείς ή να υποδουλώνεις τον συνάνθρωπό σου ισοδυναμεί, για την κοινή ηθική του ανθρώπου, με διάπραξη σοβαρού εγκλήματος.
Στη δημόσια ζωή, αντίθετα, από την άποψη του πατριωτισμού, όταν γίνεται για τη μεγαλύτερη δόξα του Κράτους, προκειμένου να διατηρήσει ή να διευρύνει τη δύναμή του, όλα αυτά γίνονται καθήκον και αρετή. Και αυτό το καθήκον, αυτή η αρετή, είναι υποχρεωτικά για κάθε πατριώτη πολίτη. Ο καθένας αναμένεται να εκπληρώνει αυτά τα καθήκοντα όχι μόνο έναντι των ξένων, αλλά και έναντι των συμπολιτών του, των μελών και των υπηκόων του ίδιου Κράτους, όποτε το απαιτεί η ευημερία του Κράτους από αυτόν.
Ο υπέρτατος νόμος του Κράτους είναι η αυτοσυντήρηση με κάθε κόστος. Και επειδή όλα τα Κράτη, από τότε που υπήρξαν στη γη, είναι καταδικασμένα σε αέναο αγώνα - έναν αγώνα ενάντια στους δικούς τους πληθυσμούς, τους οποίους καταπιέζουν και καταστρέφουν, έναν αγώνα ενάντια σε όλα τα ξένα Κράτη, καθένα από τα οποία μπορεί να είναι ισχυρό μόνο αν τα άλλα είναι αδύναμα - και επειδή τα Κράτη δεν μπορούν να αντέξουν σε αυτόν τον αγώνα εκτός αν συνεχίζουν να αυξάνουν συνεχώς τη δύναμή τους εναντίον των δικών τους υπηκόων καθώς και εναντίον των γειτονικών Κρατών - προκύπτει ότι ο υπέρτατος νόμος του Κράτους είναι η αύξηση της δύναμής του εις βάρος της εσωτερικής ελευθερίας και της εξωτερικής δικαιοσύνης.
Αυτή είναι, στην ωμή της πραγματικότητα, η μόνη ηθική, ο μοναδικός στόχος του Κράτους. Λατρεύει τον ίδιο τον Θεό μόνο επειδή είναι ο δικός του αποκλειστικός Θεός, η επικύρωση της εξουσίας του και αυτού που αποκαλεί δικαίωμά του, δηλαδή το δικαίωμα να υπάρχει με κάθε κόστος και πάντα να επεκτείνεται εις βάρος άλλων Κρατών. Ό,τι χρησιμεύει για την προώθηση αυτού του σκοπού είναι αξιόλογο, θεμιτό και ενάρετο. Ό,τι το βλάπτει είναι εγκληματικό. Η ηθική του Κράτους είναι, λοιπόν, η αντιστροφή της ανθρώπινης δικαιοσύνης και της ανθρώπινης ηθικής.
[…] Τι βλέπουμε λοιπόν; Κάθε φορά που ένα κράτος θέλει να κηρύξει πόλεμο σε ένα άλλο κράτος, ξεκινά με ένα μανιφέστο που απευθύνεται όχι μόνο στους δικούς του υπηκόους αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε αυτό το μανιφέστο δηλώνει ότι το δίκαιο και η δικαιοσύνη είναι με το μέρος του και προσπαθεί να αποδείξει ότι ενεργεί μόνο από αγάπη για την ειρήνη και την ανθρωπότητα και ότι, διαποτισμένο με γενναιόδωρα και ειρηνικά συναισθήματα, υπέφερε για μεγάλο χρονικό διάστημα σιωπηλά μέχρι που η αυξανόμενη ανομία του εχθρού του το ανάγκασε να γυμνώσει το σπαθί του. Ταυτόχρονα, ορκίζεται ότι, περιφρονώντας κάθε υλική κατάκτηση και μη επιδιώκοντας καμία αύξηση εδάφους, θα τερματίσει αυτόν τον πόλεμο μόλις αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Και ο αντίπαλός του απαντά με ένα παρόμοιο μανιφέστο, στο οποίο το φυσικό δίκαιο, η δικαιοσύνη, η ανθρωπιά και όλα τα γενναιόδωρα συναισθήματα βρίσκονται αντίστοιχα στο πλευρό του.
[…] Τα δικαιώματα των λαών, καθώς και οι συνθήκες που ρυθμίζουν τις σχέσεις των κρατών, στερούνται οποιασδήποτε ηθικής επικύρωσης. Σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική εποχή, αποτελούν την υλική έκφραση της ισορροπίας που προκύπτει από τον αμοιβαίο ανταγωνισμό των Κρατών. Όσο υπάρχουν Κράτη, δεν θα υπάρχει ειρήνη. Θα υπάρχουν μόνο περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένες αναστολές, που θα συνάπτονται από τα διαρκώς εμπόλεμα Κράτη. Αλλά μόλις το Κράτος νιώσει αρκετά ισχυρό ώστε να καταστρέψει αυτή την ισορροπία προς όφελός του, δεν θα παραλείψει ποτέ να το κάνει. Η ιστορία της ανθρωπότητας επιβεβαιώνει πλήρως αυτό το σημείο.
Αυτό μας εξηγεί γιατί από την αρχή της ιστορίας, δηλαδή από τότε που δημιουργήθηκαν τα Κράτη, ο πολιτικός κόσμος ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι το σκηνικό για υψηλή απάτη και αξεπέραστη ληστεία — ληστεία και απάτη που τιμούνται ιδιαίτερα, αφού καθορίζονται από τον πατριωτισμό, την υπερβατική ηθική και από το υπέρτατο συμφέρον του Κράτους. Αυτό μας εξηγεί γιατί όλη η ιστορία των αρχαίων και σύγχρονων Κρατών δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά από αποκρουστικά εγκλήματα• γιατί οι νυν και οι προηγούμενοι βασιλιάδες και υπουργοί όλων των εποχών και όλων των χωρών — πολιτικοί, διπλωμάτες, γραφειοκράτες και πολεμιστές — αν κριθούν από την άποψη της απλής ηθικής και της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αξίζουν χίλιες φορές την αγχόνη της καταναγκαστικής εργασίας.
[…] Αυτό που επιτρέπεται στο Κράτος απαγορεύεται στο άτομο. Αυτή είναι η αρχή όλων των κυβερνήσεων. Το είπε ο Μακιαβέλι, και η ιστορία καθώς και η πρακτική όλων των σύγχρονων κυβερνήσεων τον επιβεβαιώνουν σε αυτό το σημείο. Το έγκλημα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της ίδιας της ύπαρξης του Κράτους και, ως εκ τούτου, αποτελεί το αποκλειστικό του μονοπώλιο, από το οποίο προκύπτει ότι το άτομο που τολμά να διαπράξει ένα έγκλημα είναι ένοχο με διπλή έννοια: πρώτον, είναι ένοχο ενάντια στην ανθρώπινη συνείδηση και, πάνω απ' όλα, είναι ένοχο ενάντια στο Κράτος επειδή σφετερίζεται ένα από τα πιο πολύτιμα προνόμιά του."
Απόσπασμα: "Ethics: Morality of the State", Mikhail Bakunin
Πηγές: lib.com, the anarchist library