Δημιουργείται μια αίσθηση ντέζα βου, όταν επιστρέφεις στο σπίτι και ξεκινάς να διαβάζεις δημοσιεύσεις στον Τύπο και το τουίτερ για μια διαδήλωση. Γι’ αυτόν τον λόγο, αν και γράφω σχετικά με τα γεγονότα που συνέβησαν στο Μπρίστολ την περασμένη Κυριακή, γράφω επίσης και για δεκάδες άλλες πορείες που πραγματοποιήθηκαν τα περασμένα χρόνια. Ας δούμε μαζί πώς εξελίχθηκε μια διαμαρτυρία και πώς ο Τύπος, η αστυνομία, οι πολιτικοί και τα φερέφωνά τους κατασκεύασαν ένα αφήγημα γύρω από αυτήν.

Το υπόβαθρο

Η οργή απέναντι στην αστυνομική και κρατική βία σιγόβραζε ήδη από τις διαδηλώσεις του Black Lives Matter στο ΗΒ το καλοκαίρι του 2020. Έκτοτε, ενώ στους δρόμους επικρατούσε μεγαλύτερη ησυχία, η ρατσιστική και σεξιστική αστυνόμευση συνεχιζόταν. Η δολοφονία της Sarah Everard από αστυνομικό οδήγησε σε μια έκρηξη θλίψης και εντονότερης (μολονότι συγκρατημένης ακόμα) οργής. Είναι η οργή απέναντι στη σεξιστική βία που οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση και απέναντι στο υποτιθέμενο σύστημα δικαιοσύνης, που στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορεί και συχνότατα συμβάλλει σε αυτόν τον πόνο. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση-αγρυπνία που ακολούθησε τη δολοφονία έλαβε χώρα το Σάββατο 13 Μαρτίου στο Clapham Common.

Σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει όλα τα παραπάνω, η αστυνομία επιτέθηκε στη συγκέντρωση. Περίμενε μέχρι  να μειωθεί ο κόσμος,  να νυχτώσει και να μαζευτούν αρκετές αστυνομικές δυνάμεις , ώστε να υπερισχύσουν του πλήθους που παρέμενε συγκεντρωμένο. Οι μαρτυρίες και οι εικόνες από την επίθεση κυκλοφόρησαν ευρέως και αυτό δημιούργησε πρόβλημα στην αστυνομία. Δημιούργησε επίσης πρόβλημα για τα αφεντικά τους στην κυβέρνηση, που ήλπιζε να περάσει αθόρυβα ένα νομοσχέδιο με στόχο την ενίσχυση των αστυνομικών εξουσιών, που θέτει στο στόχαστρο τις διαδηλώσεις, τις νομαδικές κοινότητες (ΣτΜ π.χ. Τσιγγάνους) και τις φθορές σε μνημεία.

Το αφήγημα ξεκινά

Καταρχάς, ο Τύπος περιέγραψε την αστυνομική επίθεση στη συγκέντρωση χρησιμοποιώντας «παθητική φωνή». Μιλούσαν για «συγκρούσεις που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της διαμαρτυρίας» ή για «συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας». Οι λέξεις ήταν προσεκτικά διαλεγμένες, ώστε να μη φαίνεται ποιος είχε ξεκινήσει τη σύγκρουση (η αστυνομία) και ποιοι ήταν στην ουσία εκείνοι που  δέχθηκαν το μεγαλύτερο μέρος της βίας (οι διαδηλώτριες). Παρότι  δεν ήταν ψέμα το γεγονός ότι υπήρξε σύγκρουση, η πρόθεση τους ήταν να αποφύγουν να κατηγορήσουν την αστυνομία ή να υπονοήσουν ότι υπαίτιες ήταν οι διαδηλώτριες. Φυσικά, αν οι διαδηλώτριες είχαν πραγματικά ξεκινήσει τη σύγκρουση  , τότε οι πρώτες αναφορές θα έλεγαν επακριβώς ότι «το πλήθος επιτέθηκε στην αστυνομία». Κι έπειτα είναι η ίδια η λέξη «διαδηλώτριες». Αυτό ήταν το δεύτερο παιχνίδι με τις λέξεις. Η συμμετοχή σε μια αγρυπνία δεν ακούγεται σαν κάτι απειλητικό ή παράνομο. Παραπέμπει σε εικόνες με λουλούδια, πένθιμους λόγους, κεριά, θλίψη. Αυτή θα ήταν μια ακριβής περιγραφή του τι συνέβη στο Clapham Common, αλλά όχι και η πιο χρήσιμη για κάποιον που θέλει να παρουσιάσει μια θετική εικόνα για την αστυνομία. Πολλά MME επέλεξαν να παρουσιάσουν όσους και όσες συμμετείχαν ως «διαδηλωτές». Οι πολιτικοί, όπως η υπουργός Εσωτερικών, Priti Patel, έσπευσαν να καταδικάσουν τη «βία» που προκλήθηκε από τους «διαδηλωτές» σε μια «παράνομη συγκέντρωση» και ο Τύπος επανέλαβε υπάκουα αυτούς τους ισχυρισμούς, άκριτα.

Ακόμα όμως και εάν μίλησαν για «συγκέντρωση διαμαρτυρίας διαδηλωτών», κάτι τέτοιο δεν ήταν αρκετό. Ο κόσμος είχε δει τις εικόνες και οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι μια δολοφονία είναι λόγος για τον οποίο αξίζει να διαμαρτυρηθεί κανείς. Οπότε, στη συνέχεια χρειάζονται τα λόγια της αστυνομίας. Κάποιες φορές πρόκειται για ψέματα, αλλά συχνά είναι επιλεκτικές αλήθειες που βοηθούν στη δημιουργία μιας πλαστής αφήγησης. Στέκονται σε λεπτομέρειες για να τη βγάλουν καθαρή, ενώ στόχος τους είναι να συνεχίσουν να παρουσιάζουν την αγρυπνία ως επικίνδυνη και να διαχωρίζουν τους συμμετέχοντες σε «καλούς» και «κακούς».

Πρώτον, θα μιλήσουν για τραυματισμούς αστυνομικών: «Έξι αστυνομικοί χρειάστηκαν ιατρική περίθαλψη εξαιτίας της συγκέντρωσης», για παράδειγμα.. Κοιτάξτε όμως τι είναι αυτό που δεν λένε. Πώς τραυματίστηκαν; Χτυπήθηκαν με ξύλο από κάποιον εξοργισμένο διαδηλωτή ή λιποθύμησαν από την αφυδάτωση, έπεσαν πάνω σε μια ασπίδα κι  έσπασαν τα πλευρά τους; Πιάστηκε το χέρι τους στην πόρτα του αυτοκινήτου ή έσπασαν το δάχτυλό τους την ώρα που χτυπούσαν κάποιον στο κεφάλι; Αν νομίζετε ότι υπερβάλλω για τον τρόπο με τον οποίο η αστυνομία καταγράφει τους τραυματισμούς, σας παροτρύνω να διαβάσετε την έκθεση  για το καμπ κατά της κλιματικής αλλαγής του  2008. Πρόκειται για μια προσφιλή τακτική της αστυνομίας,   καθώς πολύ σπάνια καταγράφεται ο αριθμός των διαδηλωτών που τραυματίστηκαν, οδηγώντας στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε κανείς τραυματίας διαδηλωτής και ότι η αστυνομία δέχτηκε μεγαλύτερα ποσοστά βίας από αυτά που άσκησε η ίδια.  

Δεύτερον, θα προσπαθήσουν να διαδώσουν φήμες ότι ναι μεν οι περισσότεροι και οι περισσότερες που συμμετείχαν ήταν φυσιολογικοί άνθρωποι που υποστηρίζουν έναν σκοπό, και ενδεχομένως κακώς τους επιτέθηκε η αστυνομία, ωστόσο υπήρχε και εκείνη η μειοψηφία των γνωστών ατόμων. Ποια είναι αυτά τα γνωστά άτομα; Δεν έχει σημασία. Ο εκάστοτε μπαμπούλας: το Black Lives Matter, οι αντίφα, οι Extinction Rebellion, οι αναρχικοί, οι «σκληροπυρηνικές φεμινίστριες». Αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο να συμμετέχει κανείς σε εκδηλώσεις για διαφορετικά θέματα χωρίς κάποιο μυστικό σχέδιο να τις «εκτρέψει», παρασύροντας άλλους αθώους; Φυσικά. Και πάλι όμως, δεν έχει σημασία αυτό.  Εκείνο που έχει σημασία είναι να επιτευχθεί η δαιμονοποίηση και ο διαχωρισμός όσων χτυπιούνται  και συλλαμβάνονται. Δεν είναι άνθρωποι σαν εμάς, άνθρωποι που δικαίως ανησυχούν για τη βία κατά των γυναικών και για την αστυνομική αυθαιρεσία. Όχι! Είναι σκληροπυρηνικές αναρχοφεμινίστριες,  ταραξίες του Black Lives Matter!

Τρίτον, θα προσπαθήσουν απεγνωσμένα να κατηγορήσουν τα θύματα της αστυνομικής βίας. Θα πουν ότι οι διαδηλώτριες άρχισαν να φωνάζουν όταν η αστυνομία κινήθηκε προς το μέρος τους (τι τρομερό!) ή ότι στα πλακάτ τους έγραφαν βρισιές (πω πω!). Ότι επρόκειτο για  «παράνομη συγκέντρωση» και ότι εκείνες οι κακόβουλες που πήγαν στην αγρυπνία θα έπρεπε να ντρέπονται. Σε καμία περίπτωση δεν θα παραδεχτούν ότι η αστυνομία ίσως  προκάλεσε την όξυνση σε μια κατά τα άλλα ήρεμη κατάσταση ή ότι ενέργησε με τρόπο που επιδείνωσε  τα πράγματα. Στο παρελθόν, η αστυνομία και ο Τύπος έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι ήταν δίκαιη η αστυνομική επίθεση σε βάρος ενός ανθρώπου σε αναπηρικό αμαξίδιο, γιατί o τρόπος που κινούσε τις ρόδες του αμαξιδίου προς το μέρος τους ήταν «επιθετικός».    

Μετά θα ακολουθήσουν τα  «άρθρα γνώμης» στις εφημερίδες, τα editorial, οι ατελείωτες ανακριβείς περιγραφές στα social media. Εδώ τα ψέματα είναι ευκολότερα. Οι πρώτες αναφορές μπορεί να διαστρεβλώνουν κάπως την αλήθεια, αλλά τις επόμενες μέρες θα θεωρηθεί αποδεκτό να γράφει κανείς στον Τύπο και στο διαδίκτυο για τις «αντιφα σούπερ στρατιώτες που εξέτρεψαν την συγκέντρωση και εξαπέλυσαν επίθεση στην αστυνομία».   Και ύστερα θα ακολουθήσουν τα «φίλια πυρά», ο προβληματισμός και η κριτική από όσους διατείνονται ότι «είναι υπέρ του κοινού σκοπού», αλλά είτε έχουν πειστεί από  το αφήγημα είτε απλώς θέλουν να παρουσιάζονται ως ευυπόληπτοι και να κερδίσουν πολιτικά οφέλη. Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα της ημέρας…

bristol2

        Η διαμαρτυρία έξω από το αστυνομικό τμήμα πριν δεχθεί επίθεση

Τι ακριβώς συνέβη στο Μπρίστολ

Για περισσότερο από μία εβδομάδα, γίνονταν βραδινές συγκεντρώσεις κόσμου στο College Green , σε ένδειξη πένθους για τις γυναίκες που δολοφονήθηκαν από την σεξιστική βία και σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συνενοχή της αστυνομίας στη σεξιστική βία και σε άλλες μορφές βίας. Την ίδια στιγμή διαδιδόταν ένα ανώνυμο κάλεσμα σε πορεία ενάντια στο νέο  «Νομοσχέδιο για την αστυνόμευση, το έγκλημα, τις ποινές και τα δικαστήρια», με το σύνθημα «Kill the Bill» (σκοτώστε το νομοσχέδιο). Το κάλεσμα ανέφερε ρητά ότι δεν υπήρχαν διοργανωτές, επομένως η αστυνομία δεν είχε κανέναν να πιέσει για την ακύρωση της διαδήλωσης, για την οποία υπήρχαν μόνο καλέσματα από δεκάδες ομάδες και ανακοινώσεις σε μέσα ενημέρωσης.

Από τη 1.30 μ.μ. της Κυριακής κόσμος ξεκίνησε να μαζεύεται στην περιοχή του College Green. Η αστυνομία άρχισε να προσεγγίζει άτομα και μικρές ομάδες απαιτώντας να αποχωρήσουν, είτε απειλώντας τους με πρόστιμα ή συλλήψεις είτε επιχειρώντας να τους υποβάλουν σε ανάκριση. Ωστόσο, σύντομα η αστυνομία οπισθοχώρησε καθώς το πλήθος μεγάλωνε. Λίγο μετά τις 2 μ.μ., είχαν συγκεντρωθεί πάνω από πέντε χιλιάδες άνθρωποι στο σημείο (η μεγαλύτερη διαδήλωση μετά από εκείνη του Black Lives Matter το περασμένο καλοκαίρι, στην οποία συμμετείχαν περισσότερα από δεκαπέντε χιλιάδες άτομα).  

Κατά τη διάρκεια των επόμενων ωρών, το πλήθος του κόσμου κινήθηκε στο κεντρικό Μπρίστολ σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, κάτι το οποίο αποτελεί ένα είδος στερεότυπου για την πόλη μας. Συνθήματα, τραγούδια, σάμπα, ηχοσυστήματα, και ναι, κάποια υβριστικά συνθήματα, ήταν το ακουστικό υπόβαθρο μιας απίστευτα πολύμορφης μίξης κατοίκων της πόλης με πλακάτ στα χέρια. Ύστερα, αρκετοί έφυγαν και οι περισσότεροι από όσους παρέμειναν κάθονταν στα γρασίδια του Castle Park ή τριγυρνούσαν στη Union Street. Σε εκείνο το σημείο, και ενώ τα πράγματα έβαιναν προς τη λήξη τους, η αστυνομία αντιμετώπισε επιθετικά έναν διαδηλωτή που απλώς καθόταν κάτω και επιχείρησε να τον διώξει.  Μετά από αυτήν την πρόκληση, γύρω στις 6 μ.μ., ο κόσμος που εξακολουθούσε να θέλει να διαδηλώσει κινήθηκε προς το κεντρικό αστυνομικό τμήμα του Μπρίστολ, στο Bridewell.

Τα πρώτα δέκα λεπτά μετά την άφιξη της πορείας στο Bridewell, υπήρχαν μόνο καμιά δεκαριά αστυνομικοί, χωρίς τις εξαρτύσεις τους, μπροστά από την είσοδο του τμήματος και σε δύο σταθμευμένα βαν – εκ των οποίων το ένα απομακρύνθηκε και το άλλο εγκαταλείφθηκε μετά από λίγη ώρα. Εκατό ή διακόσια άτομα έκαναν καθιστική διαμαρτυρία μπροστά από το αστυνομικό τμήμα φωνάζοντας συνθήματα. Η συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν γυναίκες νεαρής ηλικίας, ενώ οι υπόλοιποι διαδηλωτές στέκονταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου ή ήταν διασκορπισμένοι στα πεζοδρόμια. Παρότι οι αστυνομικές δυνάμεις βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση και οι διαδηλωτές υπερτερούσαν αριθμητικά κατά ενενήντα προς έναν, κανείς δεν τους επιτέθηκε, κανείς δεν προσπάθησε να τους σπρώξει για να εισβάλει στην αφύλαχτη είσοδο και κανείς δεν πέταξε πέτρες στην τζαμαρία του τμήματος.

Σε λίγο κατέφτασε το πρώτο κύμα μεγάλων αστυνομικών δυνάμεων, με διμοιρίες και μονάδες της έφιππης αστυνομίας. Άρχισαν να απωθούν το πλήθος, περικυκλώνοντας και απομονώνοντας ομάδες κόσμου. Άλλους τους έσπρωξαν και τους απώθησαν και άλλους τους χτύπησαν. Οι διαδηλωτές, μολονότι υπήρχε ένταση, παρέμειναν αυτοσυγκρατημένοι. Πολλοί συνέχιζαν να κάθονται στο δρόμο ή κινούνταν κοντά στο τμήμα.  Κατά τη διάρκεια εκείνου του εικοσάλεπτου τα μόνα «αντίποινα» από την πλευρά των διαδηλωτών περιορίζονταν σε συνθήματα που έλεγαν «Ντροπή σας!» και στο ταρακούνημα του αστυνομικού βαν που είχε εγκαταλειφθεί.

Γύρω στις  6.40 μ.μ., η αστυνομία είχε να κάνει μια επιλογή: να παραταχθεί αμυντικά μπροστά στο αστυνομικό τμήμα, ακόμη και να οπισθοχωρήσει λίγο, ή να κλιμακώσει και να δημιουργήσει μια επικίνδυνη και ολοένα βιαιότερη κατάσταση. Επέλεξαν το δεύτερο και ξαμόλυσαν τα σκυλιά,  τόσο κυριολεκτικά, αφού χρησιμοποίησαν τους σκύλους της αστυνομίας, όσο και μεταφορικά, αφού αστυνομικοί επιτέθηκαν με κλομπ στα κεφάλια ανθρώπων που στέκονταν στο σημείο, έριχναν κόσμο στο έδαφος, χτυπώντας ακόμα και μια νέα κοπέλα που ήταν καθισμένη κάτω με τα χέρια ψηλά και τους έλεγε πως πρόκειται για ειρηνική διαμαρτυρία.

Αλλά αυτή η ιστορία φυσικά δεν τους κάνει! Δημιουργεί άσχημη εικόνα για  την αστυνομία και έτσι αρχίζει να χτίζεται το αφήγημα που συσκοτίζει την αλήθεια. Αρχισυντάκτες, πολιτικοί, ανώτεροι αξιωματικοί της αστυνομίας,  περσόνες του Twitter με δικές τους εκπομπές στα μίντια και στήλες clickbait, δίνουν γραμμή: «Οι διαδηλωτές συγκρούονται με την αστυνομία» ή «Ταραχές έξω από το αστυνομικό τμήμα του Μπρίστολ κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης διαμαρτυρίας», γράφουν, λες και από μόνη της η συγκέντρωση έκανε συγκρούσεις.  Αργότερα έδιναν περιγραφές για το καημένο το βαν που «το ταρακουνούσαν!», γιατί, πράγματι, ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει την αστυνομία, η οποία, αφού είδε το βαν να ταρακουνιέται, αποφάσισε να ξυλοκοπήσει έναν άσχετο διαδηλωτή που ήταν καθισμένος στο έδαφος σε απόσταση από το σημείο και που ανάμεσα σε αυτόν και το βαν μεσολαβούσε μια σειρά μπάτσων;

Ειλικρινά πιστεύω ότι η αγωνιστικότητα των διαδηλωτών εξέπληξε την αστυνομία. Η αρχική αντίδραση ήταν σχετικά παθητική (π.χ. όταν κατέφτασαν τα σκυλιά της αστυνομίας, δυο-τρεις διαδηλωτές επιχείρησαν να τα ταΐσουν πίτσα). Όταν όμως η αστυνομία επιτέθηκε, ο κόσμος αντεπιτέθηκε.  Κλομπ, δακρυγόνα σπρέι και ασπίδες βρήκαν απέναντί τους γροθιές και ξύλα. Τα αστυνομικά βαν που επιχείρησαν να διεμβολίσουν το πλήθος δέχτηκαν επίθεση με μπουκάλια και σπρέυ μπογιάς. Χαρακτηριστικό σημείο του αφηγήματος που κατασκεύασε ο Τύπος είναι ότι, ενώ αρχικά το BBC μετέδωσε την είδηση λέγοντας πως τα αστυνομικά βαν δέχτηκαν επίθεση την ώρα που προσπαθούσαν να περάσουν μέσα από το πλήθος, στη συνέχεια άλλαξαν το άρθρο, μιλώντας μόνο για βαν που δέχτηκαν επίθεση.  Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την κάθε περίπτωση είναι πολύ διαφορετικά, έτσι δεν είναι;

Μέσα σε όλο αυτό το χάος κάποιος από το πλήθος πέταξε μερικά δυναμιτάκια, δυνητικά μόνο επικίνδυνα, πάντως σίγουρα λιγότερο επικίνδυνα από τα σκυλιά της αστυνομίας, τα οποία με αυτόν τον τρόπο απομακρύνθηκαν από το σημείο, τρομαγμένα από τους δυνατούς κρότους. Ωστόσο τα σκυλιά χρησιμοποιήθηκαν ξανά και επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της νύχτας, παρά το γεγονός ότι έτσι κινδυνεύουν οι διαδηλωτές, τα σκυλιά αλλά ακόμα και οι ίδιοι οι αστυνομικοί, ένας εκ των οποίων παραλίγο να υποστεί ευνουχισμό την ώρα της επίθεσης.

bristol3

Μία από τις πρώτες αφηγήσεις των μέσων ενημέρωσης που κυριάρχησαν ήταν ότι οι διαδηλωτές θέτουν σε κίνδυνο τα ζώα της αστυνομίας. Στην πραγματικότητα όμως, η ίδια η αστυνομία ευθύνεται που τα έφερε στο σημείο και τα χρησιμοποίησε ως όπλα. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς αυτούς, η έφιππη αστυνομία εξακολουθούσε να βρίσκεται στους δρόμους έξι ώρες μετά την έναρξη των γεγονότων (χωρίς να έχει τραυματιστεί κανένα άλογο), οπότε είτε δεν κινδύνευσαν ποτέ από το πλήθος είτε η αστυνομία επέλεξε να θέσει επανειλημμένα τα άλογα σε κίνδυνο όλη τη νύχτα.

Εκείνο το πρώτο αστυνομικό βαν που εγκαταλείφθηκε κατέληξε βαμμένο με σπρέυ κάπου μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου κύματος αστυνομικής βίας και στη συνέχεια τυλίχτηκε στις φλόγες.  Είναι εκπληκτικό το πώς η αστυνομία ξεχνά κάπου ένα-δυο οχήματά της  σε κάθε μεγάλη διαδήλωση. Στη συνέχεια ήρθαν άλλα βαν και παρατάχθηκαν μπροστά στο τμήμα, ενώ διμοιρίες της αστυνομίας κατέκλυζαν τους δρόμους. Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, η ένταση επανήλθε, με την αστυνομία να δείχνει λιγότερη αυτοπεποίθηση, καθώς το πλήθος δεν είχε υποκύψει μπροστά στα κλομπ και τα δακρυγόνα. Κόσμος κατάφερε να φτάσει μπροστά στη γυάλινη είσοδο του αστυνομικού τμήματος και να σπάσει μερικά τζάμια (άκουσα να λέγεται ότι κάποιοι κατόρθωσαν να μπουν και μέσα). Άλλοι έγραψαν συνθήματα με σπρέι και κάποιοι σκαρφάλωσαν μέχρι τον πρώτο όροφο του τμήματος. Η αστυνομία κατάφερε να διαφυλάξει την κεντρική είσοδο αλλά δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να διαλύσει το πλήθος ούτε απλά να το αφήσει. Είχε περάσει μία ώρα και ενώ ο κόσμος απωθούνταν σε παρακείμενους δρόμους επέστρεφε ξανά και ξανά στην οδό Bridewell. Πολλοί διαδηλωτές είχαν τραυματιστεί και άλλοι φοβούνταν, αλλά ήταν συγκινητικό να βλέπεις πώς φρόντιζαν ο ένας τον άλλον. Δημιουργήθηκαν αυθόρμητα σταθμοί πρώτων βοηθειών, μοιράστηκαν προμήθειες και ομάδες ανθρώπων διατρέχοντας και οι ίδιοι κίνδυνο φρόντιζαν να απομακρύνουν με ασφάλεια όσους ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Οι μάχες συνεχίζονταν για ώρες και τουλάχιστον ένα ακόμη αστυνομικό όχημα  παραδόθηκε στις φλόγες. Γύρω στις 8 μ.μ. η αστυνομία ζητούσε απεγνωσμένα να παρουσιαστούν για υπηρεσία όλες οι εκπαιδευμένες για διαδηλώσεις δυνάμεις, ενώ τα μεσάνυχτα πολλοί αστυνομικοί εξακολουθούσαν να βρίσκονται στους δρόμους.

Τι είναι σημαντικό να κρατήσουμε από όλα αυτά;

Δεν μπορούμε να ελέγξουμε το αφήγημα των κυρίαρχων ΜΜΕ απλά ακολουθώντας τους κανόνες τους. Δεν έχει σημασία τι πραγματικά κάνουμε. Εάν η αστυνομία μας επιτεθεί, τα ΜΜΕ θα παρουσιάσουν εμάς ως βίαιους. Ο πιο συχνός λόγος για τον οποίο συλλαμβάνεται κάποιος με την κατηγορία της επίθεσης σε βάρος σε αστυνομικού κατά τη διάρκεια διαδήλωσης είναι το να έχει δεχθεί ο ίδιος επίθεση από αστυνομικό, ο οποίος πρέπει στη συνέχεια να την δικαιολογήσει.  

Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε οι ίδιοι για τα γεγονότα  όσο το δυνατόν πιο άμεσα, προτού εμπεδωθούν τα ψεύδη του κυρίαρχου αφηγήματος τις επόμενες ώρες και μέρες. Ωστόσο, με την κυριαρχία μια δράκας καθεστωτικών εμπορικών μέσων ενημέρωσης, κάτι τέτοιο είναι πάντα δύσκολο. Παρ’ όλα αυτά, το αφήγημα των ΜΜΕ είναι τόσο προβλέψιμο όσο και εκτός πραγματικότητας. Και αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να εξηγούμε στον κόσμο με τον οποίο αλληλεπιδρούμε. Ξέρουμε τι είναι η αστυνομία πολύ καλύτερα από κάποιον δημοσιογράφο που κάθεται στο γραφείο του στο Λονδίνο και συντάσσει άρθρα κατά των διαδηλωτών, κάνοντας copy-paste και κοπανώντας το πληκτρολόγιό του.

Πρέπει να ελπίζουμε ότι εκείνοι και εκείνες που σε αδρές, πολύ αδρές, γραμμές, μοιράζονται τους ίδιους στόχους με εμάς όσον αφορά το νομοσχέδιο για την αστυνομία θα πιστέψουν εμάς και όχι τον Τύπο και την αστυνομία. Αυτό μπορεί να χρειαστεί κάποια πειθώ. Ωστόσο, ακόμη και οι πιο φανατικά ειρηνικοί διαδηλωτές θα έχουν δει πώς διαστρεβλώνονται οι δράσεις τους από τις εφημερίδες και δεν μπορεί παρά να ευελπιστούμε ότι δεν θα δεχτούν να αναπαράγουν το αφήγημα  της αστυνομίας και των πολιτικών. Η προθυμία τους να υιοθετήσουν ένα πλαστό αφήγημα ή η επιθυμία τους να διαφοροποιηθούν ως  πιο ευυπόληπτοι από εκείνους που «συγκρούονται» με την αστυνομία, πιθανόν να τους οδηγήσει αντανακλαστικά στο να καταδικάσουν άλλους διαδηλωτές. Κάτι τέτοιο απλά παίζει το παιχνίδι της αστυνομίας, βοηθάει στην επικύρωση του πλαστού αφηγήματος και εν τέλει διευκολύνει την επίθεση στις διαδηλώσεις εν γένει.

Εάν το παραπάνω σημείο σας αφορά, τότε μην το κάνετε! Σέβομαι οποιονδήποτε που απλώς στέκεται κάπου και ενώ τρώει κλομπιές στο κεφάλι, κλωτσιές στα πλευρά και βλέπει τους φίλους τους να ψεκάζονται με δακρυγόνα, επιμένει να διατηρεί έναν προσωπικό κώδικα πασιφισμού, να βάζει τα χέρια στις τσέπες και να μην ανταποδίδει τα χτυπήματα…  Αλλά για πολλούς ανθρώπους, για τους περισσότερους από εμάς ίσως, το ισχυρό ένστικτο είναι να μην αφήσουμε τους επιτιθέμενους να χτυπήσουν εμάς και τους γύρω μας. Ακόμη κι αν αυτή η συλλογική αυτοάμυνα εμπεριέχει να ρίξουμε καμιά γροθιά και να πιάσουμε ξύλα στα χέρια.  

Δεν μπορούμε να αφήσουμε μία διαδήλωση να κυριαρχήσει στον δημόσιο διάλογο για πολύ. Όλο αυτό που γίνεται δεν έχει να κάνει με μία μόνο διαμαρτυρία, έχει να κάνει με ένα νομοσχέδιο που αποτυπώνει ξεκάθαρα ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να γίνει η χώρα ακόμα πιο αυταρχική. Υπάρχουν μερικοί που θέλουν να αναλωθούν σε επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα  για το αν η συλλογική αυτοάμυνα ενάντια στην αστυνομία έβλαψε ή βοήθησε την υπόθεσή μας, ωστόσο δεν μπορούμε να αφήσουμε να γίνει αυτό το κύριο αντικείμενο συζήτησης. Έχω ήδη ακούσει κάποιους να λένε ότι οι βίαιες διαδηλώσεις θα αποτελέσουν για την κυβέρνηση μια περαιτέρω δικαιολογία για την ψήφιση του νομοσχεδίου, όμως το νομοσχέδιο δεν αφορά μόνο όσους συγκρούονται με τους μπάτσους. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η αστυνομία κατέχει ήδη περισσότερη εξουσία από όση χρειάζεται προκειμένου να συλλαμβάνει όποιους αντεπιτίθενται. Αυτός ο νόμος αφορά ακόμα και τις διαδηλώσεις στις οποίες κανείς δεν αντεπιτίθεται, κανείς δεν αντιστέκεται. Αυτός ο νόμος θα προκαλέσει ακόμη πιο βίαιες διαμαρτυρίες, γιατί αν μια ειρηνική, υποτακτική και υπάκουη διαμαρτυρία τιμωρείται με δέκα χρόνια φυλάκιση, τότε ποιος λογικός άνθρωπος δεν θα προτιμήσει τις ταραχές;

To άρθρο γράφτηκε από ένα μέλος της Αναρχικής Ομοσπονδίας του Μπρίστολ, συνθέτοντας κείμενα και μαρτυρίες μελών της Αναρχικής Ομοσπονδίας, άλλων διαδηλωτών και ανεξάρτητων δημοσιογράφων όπως ο Alon Aviram.

bristolfire