Η ευγενής μας τύφλωση…

ο πολιτικός παρωπιδισμός και η αδυναμία έκφρασης των συμφερόντων των υποτελών τάξεων

«Είμαστε όλοι ίδιοι»; Να ποιο παρουσιάζεται ως το πλέον κρίσιμο ερώτημα των επικείμενων εκλογών. Κι αν η αναρχική ιδεολογική πανοπλία μας δίνει τη δυνατότητα να απαντήσουμε με ένα ξερό «ναι», θα κάνουμε μια μικρή παρέκβαση, για να αναλύσουμε λίγο περισσότερο τον πυρήνα του ερωτήματος. Αφενός θα πρέπει να πούμε ότι η ίδια η φύση του ερωτήματος δεν περιποιεί τιμή σε όσους το θέτουν (βασικότερα των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ) καθώς υπονοεί την (πρόδηλη κατά τα άλλα) έλλειψη οποιουδήποτε θετικού προγράμματος που θα εκφράσει τις πραγματικές ανάγκες των υποτελών τάξεων, αλλά αντιθέτως οχυρώνεται πίσω από τον ετεροκαθορισμό της λογικής του «μικρότερου κακού».

Ωστόσο αυτή η λίγο έως πολύ διαχρονική τακτική της σοσιαλδημοκρατίας ποτέ δεν μπόρεσε να συγκροτήσει από μόνη της μια δυναμική νίκης έναντι των δυνάμεων της δεξιάς. Χρειάστηκε πάντα να διαθέτει είτε ποιοτικά διαχωριστικά χαρακτηριστικά, όπως εκφράζονταν στην έννοια της «αντιδεξιάς» ρητορικής ή έστω ένα προγραμματικό πλαίσιο που θα έπειθε θετικά ένα κομμάτι των υποτελών τάξεων να δεσμευτεί στην κεντροαριστερά ως τη μόνη πιθανότητα να ζήσει καλύτερα. Θα ήταν άστοχο ιστορικά και πολιτικά, μια εύκολη λαθροχειρία να επιχειρήσουμε μια οποιαδήποτε σύγκριση των προσδοκιών των υποτελών τάξεων την επομένη της πρώτης τετραετίας της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 1981 με την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη θητεία του στους θώκους της εξουσίας.

Ας επανέλθουμε όμως στο αρχικό ερώτημα κι ας απαντήσουμε με αιρετικό πνεύμα «όχι, δεν είναι όλοι ίδιοι». Το ερώτημα βέβαια εκτός από ενοχικό παραμένει και αίολο κι ως τέτοιο παραπειστικό, διότι επιχειρώντας να καταλάβουμε τι σημαίνει η έννοια ίδιο στην πολιτική ανακαλύπτουμε ότι ο ερωτών ταυτίζει την κυριολεξία με την πολιτική (έννοιες μάλλον αντίθετες) για να επωφεληθεί ενώ στην πραγματικότητα αποσαρθρώνει την έννοια του πολιτικού και όλες τις λογικές συνδηλώσεις της. Ας το εξηγήσουμε καλύτερα μέσω μερικών παραδειγμάτων είναι ίδιος ο Τρ. Μηταφίδης, αγωνιστής του αντιδικτατορικού αγώνα, βασανισθέντας και φυλακισθέντας στο κάτεργο του Γεντί-Κουλέ, υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ με τον Μ. Βορίδη, πάλαι ποτέ διορισμένου ηγέτη της χουντικής ΕΠΕΝ, νυν υπουργού της Νέας Δημοκρατίας; Ασφαλώς και όχι. Δεν υπάρχει λόγος να επιχειρήσει κάποιος να ταυτίσει τους ανθρώπους αυτούς, ως κουλτούρα, πολιτική διαδρομή, δέσμη αξιών κ.λπ. Όμως τι τελικά σημαίνει αυτή η φενακισμένη ανομοιότητα με πολιτικούς όρους σήμερα;

Ας θέσουμε το ερώτημα διαφορετικά: χρειάζεται η κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία να είναι όλοι «ίδιοι»; Εδώ επίσης η προφανής απάντηση είναι όχι. Αν και όταν το μεγάλο κεφάλαιο και η τάξη που αντιπροσωπεύει κρίνουν ότι δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να ανταπεξέλθουν ούτε στις συνθήκες του ήπιου συναγωνισμού της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας τότε ενεργοποιούν το τελευταίο καταφύγιο των πραξικοπημάτων και της δικτατορίας, όπου ναι εκεί θα πρέπει όσοι μετέχουν του δημόσιου βίου να είναι «ίδιοι»,[1] και όσοι διαφωνούν να βρίσκονται ή στη φυλακή ή να εξοντώνονται. Όμως η δημοκρατία καθόλου δεν βασίζεται στο να μοιάζουν όλοι ίδιοι, καθώς σε τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε καθόλου να λειτουργήσει, εξυπηρετώντας δομικά τα συμφέροντα της ηγεμονικής τάξης. Αντιθέτως στρατηγικός στόχος του αστικού κοινοβουλευτισμού, ως εγγενούς πολιτικού συστήματος του ανεπτυγμένου καπιταλισμού δυτικού τύπου είναι η πολιτική ενσωμάτωση των εργαζομένων στο ήδη ναρκοθετημένο πλαίσιο του κρατικού – καπιταλιστικού συμπλέγματος όποια κι αν είναι η τοποθέτηση τους στο πολιτικό φάσμα.

Το ότι δεν είναι όλοι πανομοιότυποι ως πολιτικές φιγούρες δεν είναι κάποιο υπέρ της πλεονέκτημα που έρχεται να αναδείξει η κεντροαριστέρα στην προσπάθεια της να επανέλθει στην εξουσία αλλά ο βασικός λόγος εξαπάτησης των υποτελών τάξεων και ένας από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες στην προσπάθεια να εκφραστούν τα συμφέροντα των φτωχών αυτόνομα.

Τον Μαΐο του 2012 η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει το αδιανόητο για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό ποσοστό του 18,85%, καταγράφοντας πτώση 14,62% (όντας ήδη δεύτερη στις εκλογές του 2009). Το κόμμα που αποτελεί τον βασικό πυλώνα έκφρασης της ελληνικής αστικής τάξης και ταυτόχρονα βασικό κομμάτι του κράτους φτάνει στο ναδίρ της κοινωνικής νομιμοποίησης. Είναι η πιο έντονη αποτύπωση του αποτελέσματος που έχει η περίοδος της τρομερής κοινωνικής κινητοποίησης των χρόνων 2008-2012. Η αποσάρθρωση του ηγεμονικού αφηγήματος της δεξιάς επιτυγχάνεται στον δρόμο των μεγάλων απεργιών, των κοινωνικών συγκρούσεων και των βίαιων οδομαχιών. Είναι η εποχή μεγάλων ανατροπών και των μεγάλων αποφάσεων, και το πολιτικό σύστημα που έχει ήδη αλλάξει μια κυβέρνηση (του Γ. Παπανδρέου) μέσω μιας μετρημένης εκτροπής που φέρνει χωρίς εκλογές τον τραπεζίτη Λ. Παπαδήμα στην εξουσία, βλέπει τις εναλλακτικές πολιτικής εκπροσώπησης του να μειώνονται δραματικά καθώς το ΠΑΣΟΚ οδεύει ήδη προς τη δύση του, η ακροδεξιά (ΛΑ.Ο.Σ.) και η κεντροαριστερά (ΔΗΜ.ΑΡ) έχουν ήδη φθαρεί από την αντίστοιχη στήριξη στις κυβερνήσεις Παπαδήμα και Σαμαρά, ενώ η Νέα Δημοκρατία δεν κατορθώνει να σηκώσει το οφειλόμενο βάρος για να περάσει και νέα μνημόνια. Χρειάζεται κάτι «ανόμοιο» για να ανασυγκροτήσει την «ελπίδα» των πληβείων, ώστε να τους επαναφέρει στον δρόμο της πολιτικής εκπροσώπησης, η οποία είχε δεχτεί τα σημαντικότερα πλήγματα στη μεταπολιτευτική περίοδο.

Χρειάζεται να επιστρατευτούν και οι βασανισμοί στα μπουντρούμια της Χούντας και ο ριζοσπαστισμός της αριστεράς των «συνιστωσών» και μια σειρά από φυσιογνωμίες του δικαιωματισμού που παρεπιδημούσαν στις παρυφές των κοινωνικών κινημάτων ώστε να καμφθούν οι επιφυλάξεις των υποτελών για τις καλές προθέσεις, όσων «δεν είναι ίδιοι» με όλους τους άλλους. Έπρεπε όλα αυτά να αλεθούν σε διαρκή Eurogroup και ένα δημοψήφισμα που θα εξόντωνε τις ψευδαισθήσεις μόνο και μόνο για να περάσει ένα «Τρίτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής» το οποίο κανείς άλλος εκείνη την περίοδο δεν θα μπορούσε να περάσει.[2] Όχι, λοιπόν, δεν είναι όλοι «ίδιοι», η τέχνη της εξαπάτησης χρειάζεται πολυχρωμία και «ελεύθερες επιλογές», ωστόσο ναι όλοι «αγωνίζονται» για το ίδιο, την επιβολή της εξουσίας που προκύπτει από την άνιση κατανομή του πλούτου, τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων που κάνει τους ισχυρούς ακόμη ισχυρότερους μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας και την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, και το μόνο στο οποίο διαγκωνίζονται μεταξύ τους μέσα στο υπονομευμένο για τους φτωχούς κοινό θέατρο του κοινοβουλευτισμού είναι το ποιος θα βρεθεί στη θέση του επικεφαλής.

Στην δημοκρατία μπορούμε όλοι λοιπόν να πούμε σχεδόν τα πάντα, όσο τουλάχιστον αυτά παραμένουν ανώδυνα ή ελεγχόμενα, ωστόσο όλες οι δυνάμεις ό,τι κι αν διατείνονται ότι αντιπροσωπεύουν διαχρονικά θα κριθούν όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου – το κρίσιμο σημείο που θα αναφανεί σε μια στιγμή αυτό που σε εμάς τους αναρχικούς ήταν ήδη πασίγνωστο: ότι η «διαφορετικότητά» τους εξαϋλώνεται, όταν αποδεικνύεται πως ο ρόλος τους παραμένει ο αποπροσανατολισμός, ο έλεγχος, η ενσωμάτωση και η υποταγή των εργαζομένων στο σύστημα καταπίεσης, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να σιτίζονται ακριβώς ως «εκπρόσωποι» των υποτελών τάξεων στο πεδίο συναγωνισμού που συγκροτεί το κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Κι αυτό ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς σχηματισμούς από τον πιο μεγάλο μέχρι τον μικρότερο, το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθος της απατεωνιάς και το είδος του ρόλου που καλείται να παίξει κάθε τέτοια παράταξη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα μπορεί να φτάσει από θέση επικεφαλής να ψηφίζει μνημόνια, ενώ το ΚΚΕ ως πέμπτος τροχός του αστικού οικοδομήματος στη χώρα μπορεί να χρειαστεί μόνο στις σπάνιες και ακριβές φορές που ο λαός θα θέσει πραγματικό ζήτημα κοινωνικής νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, όπως τον Δεκέμβρη του 2008 ή και στις διαδηλώσεις των ετών 2010-2012, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα στήριξε αναφανδόν και πριν από οποιονδήποτε άλλον τις αστικές κυβερνήσεις, γεγονός τόσο προφανές που όποιος δεν το συνειδητοποιεί κατατάσσεται δυστυχώς αυτοδικαίως στη χωρία των εντελώς ηλίθιων, οι οποίοι καλύτερα θα ήταν τη μέρα των εκλογών να εκδράμουν στην εξοχή. Ή για να δώσουμε ένα τελευταίο παράδειγμα ο αυτό-εξευτελισμός των πολύ μικρών κομμάτων και οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς περιορίζεται – λόγω μεγέθους, στο να συγκάθονται στα στούντιο των μεγαλοκαναλαρχών πλάι πλάι με διακηρυγμένους φασίστες τύπου ΕΑΝ (κόμμα Κανελλόπουλου) και άλλων ακροδεξιών και χουντικών κομματιδίων για να τους προβάλουν γύρω στις 2 τα μεσάνυχτα για περίπου μισή ώρα και να καμωθούν κι αυτοί οι επαναστάτες ότι μετέχουν του δημοκρατικού διαλόγου. Δεν αντιλαμβάνονται ότι η μόνη λαμπρή ευκαιρία που προκύπτει από αυτές τις συναντήσεις θα εκφράζονταν αν έστω ένας από δαύτους έστελνε για νοσηλεία σε ζωντανή μετάδοση κάποιον από αυτά τα χουντικά και νεοναζιστικά καθάρματα.

 

Καμιά ανάλυση ωστόσο δεν μπορεί να διεκδικήσει δίκαιο αν δεν επιχειρήσει να εξηγήσει τις βαθύτερες αιτίες των φαινομένων, καθώς βέβαια όσα αναφέρθηκαν ως εδώ είναι απολύτως προφανή για οποιονδήποτε αναγνώστη που δεν συγκαταλέγεται σε κάποιο ψηφοδέλτιο από τα περίπου 50 κόμματα που θα συναγωνιστούν και πάλι να μας αντιπροσωπεύσουν, ενώ στην πράξη μπορεί και οι πενήντα να αντιπροσωπεύουν οτιδήποτε μα οτιδήποτε άλλο πλην των συμφερόντων των υποτελών τάξεων. Η απάντηση βρίσκεται κατά την άποψη μας στην εκκωφαντική και σχεδόν ολοκληρωτική απουσία του εργατικού κινήματος και της εργατικής κουλτούρας σε συνδυασμό με την έλλειψη μιας στοιβαρής και ενιαίας πολιτικής εκπροσώπησης του αναρχισμού. Πως κατορθώνει πάντα να διεισδύει στον έναν ή τον άλλον βαθμό η λογική του «μικρότερου κακού» στην εργατική τάξη, όπως την προτείνει κάθε φορά ο εκάστοτε πολιτικός φορέας της σοσιαλδημοκρατίας; Οι ρίζες αυτού του φαινομένου πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια τη φύση του εργατικού κινήματος στην μεταπολιτευτική Ελλάδα.

Αν εξαιρέσουμε τις λαμπρές μέρες του πρώτου μεταπολιτευτικού κύκλου και την ανάπτυξη του μοναδικού παραδείγματος ενός ανεξάρτητου ταξικού κινήματος, όπως αυτό εκφράστηκε την περίοδο δράσης των βιομηχανικών σωματείων από το 1975 μέχρι το 1978, το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα ενσωματώθηκε πλήρως στις κομματικές αφηγήσεις με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες δεν δημιούργησαν προϋποθέσεις στρατηγικής ριζοσπαστικοποίησης. Μετά την καταστολή του κινήματος με τους καραμανλικούς νόμους του 1978-1978, επήλθε η ενσωμάτωση στο πολιτικό αφήγημα του ΠΑΣΟΚ, ως λογική συνέπεια της μετατόπισης του εργατικού δυναμικού από τον δευτερογενή τομέα των βιομηχανικών μονάδων στη δημοσιοϋπαλληλία και τις υπηρεσίες. Οι προσεγμένοι νόμοι της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ προφύλασσαν σε κάποιο βαθμό την απεργία μόνο εφόσον όμως είχε ήδη κερδηθεί η ηγεμονία του εργατικού κινήματος από τα δημοσιοϋπαλληλικά σωματεία, στα οποία λογικά διέθετε την πλειοψηφία μεταξύ των γενικά ηπιότερων συνδικαλιστών.

Είναι μια απλή και κοινή παραδοχή της κοινωνικής θεωρίας ότι δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικός ριζοσπαστισμός αν δεν ανεξαρτητοποιηθούν κομμάτια της εργατικής τάξης από τις πολιτικές των κομμάτων. Στην Ελλάδα διαχρονικά η πολιτική διαχείριση, το ιδεολογικό φαντασιακό που δομούνταν με όρους «προοδευτικότητας», «συντηρητικότητας» ή «δεξιού», «αντιδεξιού» απέκλειε την εργατική – προλεταριακή αντίληψη που με λαϊκή οξυδέρκεια μπορούσε να διαπιστώσει πιο εύκολα τις ομοιότητες των κομμάτων εξουσίας, και θα έδειχνε πιο έντονα αντι-εξουσιαστικά χαρακτηριστικά απέναντι ακόμη και στις επιταγές πολιτικής αφήγησης των μικρότερων κομματικών σχηματισμών.

Ο εκτεταμένος μεταφορντισμός στη Δύση και κυριότερα στις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας έχει καταστήσει σήμερα μια πραγματικά δύσκολη υπόθεση τη δημιουργία πραγματικά εργατικών μαζικών κοινωνικών – συνδικαλιστικών οργανώσεων που θα λειτουργούσαν πάνω στις γενικές αρχές του αναρχοσυνδικαλισμού και θα επιχειρούσαν να ενώσουν την εργατική βάση κάτω από μια ενιαία οργάνωση – ομπρέλα που θα είχε σταθερή παρουσία στο επίκεντρο της ταξικής πάλης. Ωστόσο όσο κι αν μια αναρχική στρατηγική θα πρέπει να βλέπει και να αφομοιώνει νέες τακτικές προσέγγισης της κοινωνικής βάσης με κυριότερο όργανο σήμερα τα δίκτυα κοινωνικής αλληλοβοήθειας και την ταυτόχρονη παρέμβαση στους χώρους νεολαίας, δεν μπορεί να υπάρξει καμία σύνθεση με επαναστατικό προσανατολισμό που δεν θα θέτει ως βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι την αυτοτελή οργάνωση στους χώρους εργασίας.

Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός τρόπος για να μπορέσουμε να υπερκεράσουμε τη λογική του μικρότερου κακού που οδηγεί σε τερατώδεις καταστάσεις, όπως στην Ευρώπη σήμερα, όπου ολοένα και περισσότερο οι ψηφοφόροι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Εφόσον εκεί εντοπίζουμε το πρόβλημα της μερικής αντίληψης, της πρόσδεσης της τάξης στον έναν ή τον άλλο τυχοδιώκτη, εκεί θα πρέπει να γυρέψουμε και τη λύση. Γιατί δεν αρκεί καμία κριτική όσο δίκαιη κι αν είναι, όταν απευθυνόμαστε στους εργαζόμενους πρέπει να σκιαγραφούμε και μια πειστική λύση. Σήμερα απέχουμε πολύ από αυτό, ωστόσο η αφετηρία δεν είναι ένα άσχημο σημείο για να εκκινήσει μια νέα αντίληψη, η οποία θα δουλέψει τόσο στο κοινωνικό ξέφωτο όσο και στο υπόγειο εργαστήριο του κοινωνικού μετασχηματισμού. Κι εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, κλείνοντας αυτό το σημείωμα, με αφορμή τις εκλογές ποια θα πρέπει να είναι η πρώτη και κύρια δουλειά μας, η πρώτη δουλειά όσων συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο αναρχικό κίνημα: η ένωση σε μια ενιαία πανελλαδική ειδική πολιτική οργάνωση, η οποία θα χαράξει μια ενιαία στρατηγική για την αποτελεσματική, οργανωμένη και μαχητική παρέμβαση μας στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες που θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την αποτελεσματική μας παρέμβαση στην εργατική τάξη.

Δεν θα διστάσουμε να πούμε ότι σήμερα πια όσοι σύντροφοι μιλούν για την κοινωνική επανάσταση χωρίς να μετέχουν ενεργά στις διαδικασίες ενοποίησης του οργανωμένου αναρχισμού δεν λένε απολύτως τίποτε. Η εποχή των απομονωμένων ομάδων συγγένειας, των ατόμων και των παρεών έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί αφού έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε στον αναρχικό αγώνα, παιδί μιας άλλης κατάστασης του κοινωνικού σχηματισμού και μιας άλλης αντίληψης στο αναρχικό κίνημα, σήμερα δεν αποτελεί παρά εμπόδιο και καθυστέρηση στην ανάπτυξη του αναρχικού οράματος για την οργάνωση της τάξης με ελευθεριακά χαρακτηριστικά, για να καταστεί η κοινωνική αλλαγή ένα εφικτό σχέδιο. Το μέλλον του αναρχισμού βρίσκεται στην ενιαία πολιτική οργάνωση μαζών, και με βάση αυτά μπορούμε να πούμε ότι σε αυτές τις εκλογές η πρόταση μας ως αναρχικοί δεν είναι απλά η αυτονόητη αποχή, ούτε μόνο η επίσης αυτονόητη συμμετοχή στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες αλλά επίσης η οργάνωση, η συνεργασία και η συμπόρευση με την ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ | ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ (ΑΠΟ) γέννημα από τα σπλάχνα του αναρχικού αγώνα.

Οι παλιοί εγωισμοί, οι ατομικές στρατηγικές, ο κατακερματισμός δεν μπορούν να συγκροτήσουν καμία απελευθερωτική δυνατότητα ακόμα και οι αναλύσεις και οι τακτικές που δεν κατατίθενται σε κανένα οργανωμένο σώμα αγωνιστών αλλά αναδεικνύονται στο διαδίκτυο, όσο χρήσιμες κι αν φαίνονται μέσα στη γενική απομείωση της κοινωνικής κινητοποίησης, συντηρούν έναν αδιέξοδο δρόμο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απογοήτευση, τον ατομισμό και τελικά στην αποστράτευση και την απομάκρυνση από τη δέσμευση και τη συνέπεια του οργανωμένου αγώνα.

 

Για μια νέα στρατηγική για ένα ενιαίο, μαζικό και μαχητικό ελευθεριακό κίνημα, που θα μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων για την κοινωνική απελευθέρωση.

 

 

 

[1] Αν και η πρόσφατη ελληνική εμπειρία έδειξε μικρές αλλά μετρήσιμες διαφορές ακόμη και μεταξύ των χουντικών βλ. για παράδειγμα πραξικόπημα Ιωαννίδη πάνω στο πραξικόπημα Παπαδόπουλου.

[2] Στην πραγματικότητα ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τη δύναμη να το περάσει αφού από τους 149 βουλευτές του οι 43 διαφοροποιήθηκαν (32 «όχι», 11 «παρών») και χρειάστηκαν οι ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ για να περάσει η συμφωνία από τη Βουλή, γεγονός που δείχνει ποιος ηγούνταν ποιού και εκείνη την περίοδο.

 

Άνθος του Κακού (ιστολόγιο)