Η έμφυλη βία είναι καθεστώς όσο υπάρχει κράτος και καπιταλισμός
Σημειώσεις ενάντια στην πατριαρχία

“Είμαστε πολλές κι ερχόμαστε από μακριά.
Γεννηθήκαμε από τις εμπρήστριες της γαλλικής Κομμούνας,
από τις µετανάστριες ράφτρες απεργούς του 19ου αιώνα,
από τις Μujeres Libres της κοινωνικής επανάστασης στην Ισπανία,
από τους αγώνες των ιθαγενών γυναικών,
από τις εξεγερμένες σε όλο τον κόσμο…”

Το κείµενο που ακολουθεί αποτέλεσε προφορική εισήγηση στην εκδήλωση Γυναικοκτονίες, βιασµοί, trafficking, κακοποίηση και παρενόχληση: Η ΕΜΦΥΛΗ ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ, ΘΕΣΜΙΚΗ ΒΙΑ που οργάνωσαν Συντρόφισσες από την Αναρχική Συλλογικότητα Κύκλος της Φωτιάς στην κατάληψη Λέλας Καραγιάννη 37 στις 26 Φλεβάρη 2022 ενόψει της 8ης Μάρτη, και στη συνέχεια αποτέλεσε µέρος της εισήγησης της Οµάδας ενάντια στην πατριαρχία στην εκδήλωση Η Αναρχία απέναντι στην Πατριαρχία: Από τις εµπρήστριες της Κοµµούνας και τις Mujeres Libres ως τους σύγχρονους αγώνες ενάντια στην έµφυλη βία (γυναικοκτονίες, βιασµοί, trafficking)… Από τη σκοπιά του συνολικού αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, ενάντια στον κοινωνικό κανιβαλισµό και τις θεσµικές αυταπάτες που πραγµατοποιήθηκε στο 4ο Ελευθεριακό Φεστιβάλ Κοινωνικής, Ταξικής και Διεθνιστικής Αλληλεγγύης της Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης τον Ιούλη του ‘22.

 

 

Λίγα λόγια, ιστορικά


Είθισται να εμφανίζεται ως απαρχή της εφόδου για τη γυναικεία χειραφέτηση η 8η Μάρτη. Και είναι, ή ήταν τουλάχιστον, διαδεδομένο αυτή η μέρα, ως «ημέρα της γυναίκας», να θεωρείται αφενός μια χλιαρή γιορτή ανταμοιβής των γυναικών με λουλούδια και δώρα για τη σωστή υλοποίηση του ρόλου τους (ως μητέρες, σύζυγοι, φροντίστριες, εργαζόμενες κλπ.) και αφετέρου μέρα εορτασμού των αστικών δικαιωμάτων. Με μία οπτική δηλαδή που έθετε το δικαίωμα της ψήφου ως απαρχή της ιστορικής εμφάνισης των γυναικών ως ενεργά υποκείμενα στο κοινωνικό προσκήνιο και που υπονοούσε ότι ο αγώνας τους για ισότητα ήταν πάντα ένας αγώνας για εξουσία, δηλαδή για ίση εξουσία με τους άντρες και για τη συνδιαχείρισή της. Ο μύθος αυτός, και οι σκοπιμότητές του, αγνοούν αρκετά πράγματα. Αγνοεί πρώτα απ’ όλα τις γυναίκες και τις εξεγέρσεις τους που προϋπήρξαν: τις γυναίκες της ψαραγοράς του Παρισιού, τις θρυλικές Poissardes, που εισέβαλαν στις Βερσαλλίες και κυνηγούσαν τη Μαρία Αντουανέτα από δωμάτιο σε δωμάτιο κατά τη Γαλλική Επανάσταση, εκείνη την εποχή που «οι επαναστάτες μπορούσαν να καυχώνται ότι έβλεπαν τα κεφάλια των αριστοκρατών να πέφτουν σαν τα μήλα στη Νορμανδία το φθινόπωρο».
Αγνοούν βέβαια τα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας και τη μορφή της Λουίζ Μισέλ. Στις 28 Μάρτη του 1871, μέσα από τις φλόγες του γαλλοπρωσικού πολέμου, ανακηρύσσεται η Κομμούνα του Παρισιού, η σημαντικότερη ίσως από εκείνες τις “αναταραχές, εξεγέρσεις, ένοπλες διεκδικήσεις, ουτοπικές καταστάσεις, οι οποίες θα ένωναν τους πάντες ενάντια στο πρωτοφανές θράσος τους”. Η Λουίζ Μισέλ γεννήθηκε τον Μάιο του 1830. Δασκάλα, ποιήτρια, επαναστάτρια, αναρχική. Τις μέρες της Κομμούνας δραστηριοποιείται στην εκπαίδευση, στην κινητοποίηση και την οργάνωση των γυναικών, στο στήσιμο υπαίθριων νοσοκομείων, που στελεχώνονται με γυναίκες που δούλευαν στα παρισινά μπουρδέλα. Επιμένει ιδιαίτερα στη στρατολόγηση και τη συνεργασία με εκείνες τις γυναίκες που οι άντρες αξιωματούχοι της Κομμούνας είχαν εξοστρακίσει. Παίρνει μέρος στην Ένωση Γυναικών για την Υπεράσπιση του Παρισιού και την Περίθαλψη των Τραυματιών. Έχει ενεργό ρόλο στις πολιτοφυλακές, τις Επιτροπές Επαγρύπνησης. Τις τελευταίες μέρες της Κομμούνας συμμετέχει στις μάχες της ματωμένης εβδομάδας. Δεν ήταν η μόνη. Η ίδια καταγράφει, για να μην ξεχαστούν, αρκετά ονόματα γυναικών στρατιωτών, τραυματιοφορέων, εργαζόμενων στην τροφοδοσία, στα σχολεία, μελών των επιτροπών επαγρύπνησης, γυναικών που στελέχωσαν τις εργατικές κοπερατίβες και πολέμησαν στα οδοφράγματα. Γράφει: «Ανάμεσα στους πιο αποφασισμένους πολεμιστές που αγωνίστηκαν ενάντια στην εισβολή, πολλές ήταν γυναίκες». Το ερώτημα του γιατί, το απαντά, αργότερα: «Είμαι σίγουρη ότι στις γυναίκες αρέσουν ίσως οι εξεγέρσεις. Δεν είναι ότι αξίζουμε περισσότερο από τους άντρες, αλλά η εξουσία δεν μας έχει ακόμα διαφθείρει».
Αναγνωρίζουμε και εδώ την ιδέα ότι αν κάτι καθιστά τις γυναίκες πνεύματα επαναστατικά αυτό δεν είναι κάποια φυσική-βιολογική παρόρμηση, όπως έχει υποστηριχθεί με νότες ρομαντισμού, ούτε απλώς η ιδιαίτερη καταπίεσή τους από την εξουσία – αλλά η απόστασή τους από αυτήν. Κι ας αναλογιστούμε πόσο χρήσιμα είναι τελικά για την ελευθερία μας τα προτάγματα που θέλουν σώνει και ντε να την ταυτίσουν με την κατάκτηση θέσεων εξουσίας. «Οι γυναίκες», συνεχίζει τη Λουίζ Μισέλ, «δεν αναρωτιούνταν αν κάτι ήταν εφικτό. Προτιμούσαν να σκέφτονται αν ήταν σκόπιμο. Και έτσι ήμασταν ικανές να καταφέρουμε τα πάντα». Εδώ αναφέρεται στο παράδειγμα της εισβολής τους σε εκκλησίες, προκειμένου να συλλέξουν χρήματα για ένα υπαίθριο νοσοκομείο – εγχείρημα που στέφθηκε τελικά με επιτυχία. Ο τύπος της εποχής δαιμονοποιεί τη συμμετοχή των γυναικών, σκιαγραφώντας την εικόνα των φανατικών petroleuses – των εμπρηστριών, που έδρασαν κυρίως τη ματωμένη εβδομάδα, τις τελευταίες μέρες της κομμούνας. Ιστορικά δεν επιβεβαιώνεται ο μύθος των εμπρηστριών. Αντιθέτως, μαρτυράται ότι πολλές από τις φωτιές που τύλιξαν τα παρισινά κτήρια οφείλονταν στις επιθέσεις του στρατού των Βερσαλλιών και άλλες ότι ξεκίνησαν από τα οδοφράγματα των Κομμουνάρων, για να αναχαιτίσουν την προέλαση των στρατευμάτων. Σε σκίτσα της εποχής όμως, εμφανίζονται εικόνες που απεικονίζουν στην πραγματικότητα μάγισσες – καρικατούρες γυναικών, όπως εκείνες που καίγονταν στην πυρά – καμπουριασμένες, αναμαλλιασμένες γριές, «εφοδιασμένες με τα εύφλεκτα υλικά του διαβόλου», που γλιστρούν μέσα στη νύχτα στις πλούσιες συνοικίες και βάζουν φωτιές στα σπίτια των αστών, ενώ παιδιά τρέχουν να γλιτώσουν τις φλόγες. Η Σίλβια Φεντερίτσι, στο βιβλίο ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα, τονίζει ότι το γεγονός αυτής της περιγραφής, βγαλμένης από το κάψιμο των μαγισσών αλλά και τις αναπαραστάσεις που επιβίωσαν στα δυτικά παραμύθια, δεν απέχει πολύ στους στόχους της.
Στον αντίποδα, το ποίημα Ρεμπώ, τα «Χέρια της Ζαν Μαρί» (1872) αντιπαραβάλλει τα χέρια των εργατριών με εκείνα των αριστοκρατισσών, ξεχειλίζοντας από σεβασμό για τις γυναίκες της Κομμούνας, εκείνες που δυσφημίστηκαν όσο κανένας άλλος, καθώς η συμμετοχή τους στην εξέγερση θεωρήθηκε έκπτωση του έμφυλου ρόλου τους, και αντιμετωπίστηκαν από το καθεστώς με τη μέγιστη σκληρότητα:


Αυτά δεν είναι χέρια πολυτελούς πορνείου
Μήτε των πλατυμέτωπων εργατριών
Πάνω σε ξύλα που τα καίει μ’ αποφορά εργοστασίου
Ένας ήλιος βυθισμένος στο μεθύσι κατραμιών
[...]
Στην πλάτη ετούτων των Χεριών
Κάθε περήφανη Εξέγερση απέθεσε ασπασμόν
Θαυμάσια, απομείνανε χλωμά
Κάτω από μέγαν ήλιο μ’ αγάπη φορτωμένο,
Απάνω σε κανόνια χάλκεα
Διασχίζοντας ένα Παρίσι εξεγερμένο

Η Κομμούνα καταπνίγηκε στις 28 Μάη του 1871. Η Λουίζ Μισέλ δεν ανήκει στους Κομμουνάρους που εκτελούνται. Στέλνεται με άλλους εξόριστους στις γαλλική αποικία της Νέας Καληδονίας. Εκεί, συναντά, όπως γράφει, «την ίδια ελπίδα για ελευθερία και ψωμί, στις καρδιές των Κανάκ». Επιστρέφοντας από την εξορία θα γράψει για όσα γνώρισε εκεί. Στα Απομνημονεύματά της, που δημοσιεύτηκαν το 1886, δεν μετριάζει τα πύρινα συναισθήματά της: "Σαν βάρβαρη που είμαι, λατρεύω τα κανόνια, τη μυρωδιά του μπαρουτιού, τις σφαίρες των πολυβόλων στον αέρα. Ήταν όμορφα κι αυτό είναι όλο".
Για να συνεχίσουμε με τη σειρά της συσκοτισμένης ιστορίας των επαναστατημένων γυναικών, να θυμίσουμε ότι φυσικά όσοι αγνοούν όλα τα προηγούμενα, πώς θα μπορούσαν να μη βυθίζουν στη λήθη τις ιθαγενικές εξεγέρσεις και τις γυναίκες στον αποικιοκρατούμενο από τους λευκούς κόσμο. Αγνοούν επίσης ότι ακόμα και αυτός ο αγώνας για το δικαίωμα της ψήφου, με όλους τους περιορισμούς και τις αυταπάτες του, πολύ περισσότερο από αγώνας για την εξουσία ήταν αγώνας ενάντια στην εξουσία της εποχής εκείνης. Οι σουφραζέτες στη Βρετανία, όση κριτική κι αν ασκήσει κανείς στο μερικό πρόταγμα του δικαιώματος ψήφου, είχαν σαν όπλα τους την άμεση δράση, τις απεργίες πείνας, το σαμποτάζ, τα εκρηκτικά. Από αυτή την άποψη λοιπόν, ο αγώνας τους, περισσότερο από ένας αγώνας για εξουσία, ήταν αγώνας ενάντια έστω στη μορφή που είχε η εξουσία εκείνη την εποχή.
Επιπλέον, οι ίδιοι αγνοούν ότι ακόμα και τότε ότι η ιδέα της εξίσωσης μέσω της ψήφου, γνώριζε δριμύτατη κριτική από τις ριζοσπαστικές φωνές όπως η αναρχική Έμμα Γκόλντμαν: «Αλίμονο στο ανθρώπινο μυαλό που στην άγνοιά του παίρνει για δικαίωμα κάτι που δεν είναι παρά μέσο επιβολής. Ή μήπως δεν είναι η πιο κτηνώδης επιβολή όταν μια κάστα ανθρώπων κάνει νόμους και μια άλλη πιέζεται με τη βία να υπακούσει;»… (1910, Γυναικεία ψήφος σ. 74-75). Η Emma Goldman, που φυλακίστηκε μεταξύ άλλων για την προπαγάνδιση της αντισύλληψης και της γυναικείας χειραφέτησης, που στο περιοδικό Mother Earth που εξέδιδε υπήρξε από τις θερμότερες φωνές αλληλεγγύης στον φυλακισμένο τότε Όσκαρ Ουάιλντ, μιλώντας ανοιχτά κατά της ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας, έγραφε πολύ έγκαιρα στην Τραγωδία της γυναικείας χειραφέτησης: «Δικαίωμα ίσης ψήφου σε μερικές πολιτείες της Αμερικής. Έχει όμως αυτό το γεγονός εξαγνίσει την πολιτική ζωή μας, όσο είχαν προβλέψει κάποιοι καλοπροαίρετοι υποστηρικτές της ιδέας αυτής; Όχι, βεβαίως. Είναι πράγματι η ώρα που θα έπρεπε τα πρόσωπα με σαφή και υγιή κρίση να πάψουν να μιλούν για τη διαφθορά στην πολιτική σε έναν τόνο που θα άρμοζε σε οικοτροφείο. Η σήψη της πολιτικής δεν έχει καμία σχέση με τα ήθη ή τη χαλαρότητα των ηθών διαφόρων πολιτικών προσωπικοτήτων. Η αιτία της σήψης είναι εντελώς υλική. (...) Δεν υπάρχει καμία ελπίδα ότι κι η γυναίκα ακόμη, με το δικαίωμα της ψήφου, θα εξαγνίσει την πολιτική».
Η Γκόλντμαν μιλάει για τις μάζες των κοριτσιών και των γυναικών σε βάρος των οποίων υπάρχει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα, και που δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από τον εξωραϊσμό του. Και η αλήθεια είναι ότι εκεί βρίσκονται οι ρίζες της 8ης Μάρτη, στις σκληρές απεργίες μεταναστριών στις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου και του 20ου αιώνα:
- στις 8 Μάρτη 1857 υπήρξε απεργία εργατριών ιµατισµού στη Νέα Υόρκη. Άλλες πηγές τοποθετούν τις απαρχές της «Ηµέρας της Γυναίκας» σε µια διαδήλωση απεργών το 1908 στην ίδια πόλη.
- Τον χειµώνα του 1909-1910, ξεσπά η απεργία που έµεινε γνωστή ως η «Εξέγερση των 20.000», παραλύοντας 600 βιοτεχνίες γυναικείων ενδυµάτων της Νέας Υόρκης, οι µεγαλύτερες των οποίων ήταν η Triangle Waist και η Leiserson, σε έναν κλάδο που οι γυναίκες αντιπροσώπευαν το 70% των εργαζόµενων. Το µεγαλύτερο ποσοστό τους ήταν κορίτσια κάτω των 20 ετών, Εβραίες και Ιταλίδες µετανάστριες. Η αποφασιστικότητά τους ήταν εκείνη που καθόρισε την κήρυξη της απεργίας. Ένα χρόνο αργότερα, η φωτιά στην Triangle κοστίζει τη ζωή σε 146 κορίτσια, κλειδωμένα μένα στο εργοστάσιο που έπιασε φωτιά.
- Ψωµί και τριαντάφυλλα. Το 1912 ξεσπά η απεργία των κλωστοϋφαντουργών στο Λώρενς της Μασαχουσέτης, αψηφώντας τα συντηρητικά συνδικάτα της Αµερικανικής Οµοσπονδίας Εργασίας (AFL), τα οποία υποστήριζαν ότι θα ήταν αδύνατον να οργανωθεί ένα µεγάλο πλήθος µεταναστών εργατών, που στο µεγαλύτερο ποσοστό τους ήταν γυναίκες. Εξάλλου, εγγεγραµµένα µέλη στην AFL ήταν µόνο λευκοί άντρες. Δεν δεχόταν στους κόλπους της Μαύρους Αµερικανούς και µέχρι το 1918 απαγορευόταν η ένταξη γυναικών στα συνδικάτα της – ακόµα και σε κλάδους όπως η υφαντουργία όπου αποτελούσαν την πλειοψηφία. Η AFL αντιτάχθηκε στην απεργία, την οποία στήριξαν οι Βιοµηχανικοί Εργάτες του Κόσµου (IWW), αποκαλώντας την «επαναστατική και αναρχική».

 


Η έμφυλη βία είναι καθεστώς όσο υπάρχει κράτος και καπιταλισμός


Ελένη, Δήμητρα, Γαρυφαλιά, Καρολάιν, Βασιλική, Κωσταντίνα, Αννίσα, Σταυρούλα, Μαρία, Μόνικα, Δώρα, Νεκταρία, Τζεβριέ, Αλεξάνδρα, Ζάκι, Γκαϊσέ, Ε. ...
Οι αμέτρητες ιστορίες των γυναικών, των κοριτσιών, των παιδιών, των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων που κακοποιήθηκαν, βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν, και πολλά από τα ονόματά τους δεν θα μάθουμε ποτέ, καταδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά ή κατάλοιπα του παρελθόντος. Αντίθετα, φέρνουν στο φως μια φρικτή πραγματικότητα, την έξαρση της πατριαρχικής βίας μέσα σε ένα περιβάλλον συνολικής συστημικής κρίσης, όπου η πανδημία λειτουργεί ως καταλύτης. Αυτό αποκαλύπτεται τόσο από την αύξηση του αριθμού των γυναικοκτονιών κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, του 2021 αλλά και των καταγγελιών περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, που αποτελεί και τη μόνη κατηγορία περιστατικών έμφυλης βίας που καταγράφεται στις επίσημες στατιστικές των θεσμών, τα οποία έχουν στο διάστημα των δέκα πρώτων μηνών του 2021 ανέλθει σε 5705 έναντι 3626 του αντίστοιχου διαστήματος του 2020. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει σημειώσουμε πως, η σχεδόν απόλυτη ταύτιση της έμφυλης βίας με την ενδοοικογενειακή, τόσο σε επίπεδο καταγραφών αλλά κατ' επέκταση σε επίπεδο αντιμετώπισής τους δεν είναι ούτε τυχαία ούτε και αθώα. Αντίθετα, όλες οι άλλες εκφράσεις τις έμφυλης βίας που δεν εντάσσονται στο οικογενειακό πλαίσιο αποκρύπτεται συστηματικά. Η εξάντληση του ζητήματος από την πλευρά των θεσμών της έμφυλης βίας στο ενδοοικογενειακό πλαίσιο συνάδει με την κατασκευή ενός αφηγήματος από την πλευρά της εξουσίας, που αποκόπτει τη βία κατά των γυναικών από το εξουσιαστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο παράγεται.
Η έξαρση της έμφυλης βίας είναι ακόμα πιο συντριπτική, όταν αντιληφθούμε το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των επίσημα καταγεγραμμένων περιστατικών και των πραγματικών αριθμών. Ένα χάσμα που προκύπτει από το γεγονός ότι μόλις ένα στα 24 περιστατικά βιασμών καταγγέλλεται στις αστυνομικές Αρχές, γεγονός που μεταξύ άλλων οφείλεται και στο θεσμικό πλαίσιο και την κατοχύρωση της καταγγέλλουσας από τις κρατικές αρχές και τους αρμόδιους φορείς. Περίπου 4.000 βιασμοί διαπράττονται ετησίως, αλλά παρόλα αυτά περίπου 200 καταγγέλλονται στις αρμόδιες διωκτικές αρχές. Από το σύνολο των βιασμών που διαπράττονται, το ποσοστό που φθάνει στο ακροατήριο είναι μεταξύ 7%-10%.
Παρά το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα, μέσα από τις ιστορίες που έχουν δημοσιοποιηθεί, τόσο της 18χρονης κοπέλας στην Ηλιούπολη, που αποκάλυψε την εμπλοκή των δραστών σε κύκλωμα trafficking αλλά και στην υπόθεση της Γεωργίας που αποκάλυψε τη συστηματική δράση κυκλώματος βιαστών, με την εμπλοκή μάλιστα μεγαλοαστών, μεγαλοαφεντικών και μαφίας, όσο και την εμπλοκή του Α. Δράκου σε κύκλωμα παιδοβιασμού, επίσημα καταγεγραμμένα στοιχεία για αυτές τις διαστάσεις της συστηματικής άσκησης σεξουαλικής βίας, κακοποίησης και εκμετάλλευσης των γυναικών, αποκρύπτονται, δεν αποτελούν καν αντικείμενο καταγραφής των επίσημων στατιστικών. Όπως αντίστοιχα, δεν εμφανίζονται καν καταγεγραμμένα στοιχεία των περιστατικών έμφυλης βίας μέσα στους εργασιακούς χώρους, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ακόμα και τα αστυνομικά τμήματα.
Πίσω από το υποκριτικό ενδιαφέρον των κρατικών φορέων για την αντιμετώπιση της έμφυλης βιας, που εκφράστηκε με επικοινωνιακές καμπάνιες και τη διαδικτυακή πλατφόρμα metoo.gov.gr (!), με το ειρωνικό σλόγκαν “μαζί σπάμε τη σιωπή”, ιδιαίτερα έπειτα από τη χιονοστοιβάδα των καταγγελιών που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας στο πλαίσιο της κίνησης me too – οι οποίες, μεταξύ άλλων, αποκάλυψαν τους βιασμούς που είχε διαπράξει ο εκλεκτός της ΝΔ Λιγνάδης – κρατικοί φορείς και θεσμοί, με επικεφαλής την Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (Γ.Γ.Δ.Ο.Π.Ι.Φ.), προσπαθούν να αποκρύψουν την πραγματικότητα. Την πραγματικότητα της ουσιαστικής ακαταλληλότητας των κρατικών θεσμών από την φύση τους στην αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, όπως συμβαίνει και για όλα τα κοινωνικά ζητήματα, ακριβώς λόγω του ρόλου τους στην αναπαραγωγή και εν τέλει στην συγκάλυψή της. Μέρος της αποτελεί η διαχείριση από την πλευρά των κρατικών φορέων και θεσμών, με την οποία έρχονται αντιμέτωπες όσες γυναίκες επιλέγουν να σπάσουν τη σιωπή και το φόβο και να καταγγείλουν την κακοποίηση την οποία υπέστησαν: Από τη στοχοποίηση και ενοχοποίηση των θυμάτων κακοποίησης, όπως στην περίπτωση της Ηλιούπολης, από την απουσία ενός πρωτοκόλλου διαχείρισης των θυμάτων που έχουν υποστεί βιασμό ή κακοποίηση, ή την αδιαφορία εφαρμογής του, την απαξίωση των ίδιων των καταγγελιών, την απουσία των απαραίτητων και προσβάσιμων δομών για την στοιχειοθέτηση της καταγγελίας και την υλική και ψυχολογική υποστήριξη τους. Δεν είναι εξάλλου λίγες οι περιπτώσεις γυναικών που όταν καταφεύγουν στην αστυνομία για να καταγγείλουν ένα περιστατικό κακοποίησης, στάδιο απαραίτητο για να αποταθούν έπειτα σε ιατροδικαστή προκειμένου να τεκμηριώσουν την υπόθεση τους, περνούν από τον εξονυχιστικό έλεγχο των μπάτσων, καλούμενες να αποδείξουν την ορθότητα της καταγγελίας τους για να έρθουν σε πολλές περιπτώσεις αντιμέτωπες με την απαξίωση ή την αποθάρρυνσή τους που πηγάζουν από τις δικές τους σεξιστικές και στερεοτυπικές αντιλήψεις γύρω από την έμφυλη βία. Αυτό καταγράφεται στη μαρτυρία της Μ.Μ. σχετικά με τη αντιμετώπισή της από τις αστυνομικές αρχές ιδιαίτερα σε ένα κλειστό κοινωνικό περιβάλλον όταν πήγε να καταγγείλει την κακοποίησή της από το τότε σύζυγό της: Αστυνομικοί που παροτρύνουν «να επιστρέψουμε σπίτι και να ηρεμήσουμε». Ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, τα θύματα γυναικοκτονιών είχαν πρωτύτερα καταγγείλει αρκετές τον δράστη για κακοποίηση, καταγγελίες οι οποίες δεν είχαν ληφθεί σοβαρά υπόψη ή αντιμετωπιστεί από τις αρχές.
Άλλη σημαντική διάσταση αφορά και στην απουσία των απαραίτητων υποδομών που να συνδράμουν τόσο στο επίπεδο της στοιχειοθέτησης της όσο και στο επίπεδο της ψυχολογικής, οικονομικής υποστήριξής της. Η απουσία επαρκών ιατροδικαστικών υπηρεσιών κοντά τους αναγκάζει πολλές γυναίκες να μεταφέρονται χιλιόμετρα μακριά προκειμένου να εξεταστούν, ενώ το γεγονός ότι πολλές μονάδες είναι υποστελεχωμένες, καθιστά αδύνατη την άμεση πρόσβαση. Αυτό καθίσταται βασανιστικό, ειδικά σε περιπτώσεις βιασμού, όπου υπάρχει ο χρονικός περιορισμός των 72 ωρών για τη λήψη γενετικού υλικού.
Όσον αφορά τη δικαστική διαδικασία, οι καταγγέλλουσες καλούνται να υπομείνουν τη βασανιστική διαδικασία των καταθέσεων και την μακροχρόνια αναμονή για την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση μιας απόφασης, με πιθανό ενδεχόμενο να μην δικαιωθούν (από τις 3132 διώξεις ανδρών για αξιόποινες πράξεις, ο αριθμός των καταδικαστικών αποφάσεων είναι μόλις 656, εκ των οποίων με ποινή φυλάκισης μόλις 90. Ενώ 685 έχουν υπαχθεί στη ποινικής διαμεσολάβησης. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου κατά τη διάρκεια της εξέταση της υπόθεσης στο πλαίσιο της δίκης, τη συκοφάντηση του θύματος, ο στιγματισμός, η έκθεση της προσωπικής της ζωής και η διαπόμπευσή του, η προσβολή του χαρακτήρα και της ταυτότητας, με χαρακτηριστικές φράσεις όπως “τον προκάλεσε”, “τα ήθελε” κτλ. συχνά επιστρατεύονται ως επιχειρήματα για να αμφισβητηθεί η απουσία συναίνεσης στο πλαίσιο της υπερασπιστικής γραμμής των θυτών.
Στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, ιδιαίτερα όπου υπάρχουν ανήλικα παιδιά, η συνθήκη είναι ιδιαίτερα δύσκολη για τα θύματα, τα οποία, πέρα από τον φόβο, την ανασφάλεια, την κοινωνική πίεση που συχνά τους ασκείται, θα πρέπει να διασφαλίσουν εκ των προτέρων που θα καταφύγουν καθώς δεν παρέχεται προστασία από τους θεσμούς (ασφαλιστικά μέτρα ιδιαίτερα χρονοβόρα) και πως θα συντηρηθούν εκείνες και τα παιδιά τους. Οι ελάχιστες δομές φιλοξενίας που υπάρχουν στην Ελλάδα αριθμούν ορισμένες εκατοντάδες θέσεις για την φιλοξενία γυναικών και παιδιών τη στιγμή που τα περιστατικά που καταγγέλλονται είναι, όπως είπαμε ήδη, 5,600 χιλιάδες. Ταυτόχρονα, οι προϋποθέσεις που τίθεται προκειμένου να γίνει μια γυναίκα δεκτή είναι τέτοιες που εξαρχής αποκλείεται η συντριπτική τους πλειοψηφία: π.χ. υπάρχει όριο 12 συνεδριών στις συμβουλευτικές υπηρεσίες/ψυχολογικής υποστήριξης, ανυπαρξία ή αποσπασματική νομική εκπροσώπηση. Δεν υπάρχουν δομές επείγουσας φιλοξενίας, οι ξενώνες κακοποιημένων γυναικών αποκλείουν τα αγόρια άνω των 12 ετών, οι συνθήκες διαβίωσης είναι σχεδόν ακατάλληλες για βρέφη και μικρά παιδιά, παρέχουν βραχεία φιλοξενία 3-6 μηνών και δεν υπάρχει καμία πρόνοια για το μετά. Σημαντικό επίσης είναι και το ζήτημα της οικονομικής τους στήριξης και αποκατάστασης όπου δεν υπάρχει καμία ουσιαστική πρόβλεψη.
Ιδιαίτερα στις συνθήκες της πανδημίας, οι διέξοδοι για τις γυναίκες που ήθελαν να καταγγείλουν ενδοοικογενειακή βία περιορίστηκαν σε ακραίο βαθμό, καθώς βρέθηκαν εγκλωβισμένες μεταξύ του κινδύνου της πανδημίας και της ασφυκτικής συνθήκης κακοποίησης στο σπίτι. Δεν μπορούσαν να μιλήσουν στο τηλέφωνο, δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, δεν μπορούσαν να αναζητήσουν βοήθεια σε φιλικό/οικογενειακό πλαίσιο, δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά, τα δικαστήρια υπολειτουργούσαν. Ωστόσο, η συγκεκριμένη συνθήκη δεν είναι αποκομμένη από τη συνολική κοινωνική πραγματικότητα ιδιαίτερα για τις γυναίκες της κοινωνικής βάσης: εκείνες που κλήθηκαν σε πολλές περιπτώσεις να εργαστούν στον ασφυκτικά περιορισμένο χώρο του σπιτιού του, την παράλληλη συνύπαρξη με ηλικιωμένα μέλη της οικογένειας και τα παιδιά, των οποίων την φροντίδα επωμίστηκαν απουσία άλλων δομών (κλειστά σχολεία και παιδικοί σταθμοί, δομές φροντίδας ηλικιωμένων κτλ.), την απουσία κρατικής ενίσχυσης των εισοδημάτων, την απελπισία στην περίπτωση κρούσματος και νόσησης μέσα στο σπίτι. Μια συνθήκη που παράχθηκε από την απαξίωση της δημόσιας υγείας με την παντελή έλλειψη ενίσχυσης των νοσοκομείων, την απουσία παροχής στέγασης και τροφής και την μετακύλιση της κρατικής ευθύνης στο άτομο. Εκείνη την περίοδο, το ποσοστό ανεργία των γυναικών έναντι της προηγούμενης περιόδου αυξάνεται και ως απότοκο της αναγκαστικής αποχώρησης τους αλλά και της ευνοϊκής για τα αφεντικά ρύθμισης της αναστολής εργασίας, προκειμένου να αναλάβουν την φροντίδα άλλων οικογενειακών μελών και την οικονομική εξάρτηση.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω, αποκτούν άλλες τερατώδεις διαστάσεις όταν τα άτομα που υφίστανται την έμφυλη βία ανήκουν στις πλέον ευάλωτες, αποκλεισμένες και περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, αυτά που οι θεσμοί προγράφουν ως “πλεονάζοντα πληθυσμό” και που στοχοποιούνται από το θεσμικό ρατσισμό των κρατικών θεσμών, των δικαστικών αρχών, της αστυνομίας: οι πρόσφυγες και οι μετανάστριες.
Το πλήθος των καταγγελιών το τελευταίο διάστημα έχει φωτίσει αυτό που ήδη σε εμάς είναι γνωστό: πως τα pushbacks αποτελούν εδραιωμένη κρατική πολιτική διαχείρισης των προσφύγων και των μεταναστών και κομμάτι της θεσμικής βαρβαρότητας του καθεστώτος, των θανάτων στα σύνορα, των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Το μέγεθος των συγκαλυμμένων κρατικών επιχειρήσεων επαναπροώθησης από το κράτος, που εξακολουθεί να αρνείται ότι υφίστανται, καταγράφει η Ύπατη Αρμοστεία, αναφερόμενη σε 540 περίπου περιστατικά από τις αρχές του 2020 που αφορούσαν 20.000. Την ίδια στιγμή που το Υπουργείο Μετανάστευσης διατείνεται ότι έχει διασώσει πάνω από 29.000, οι αφίξεις σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν καταθέσει στις διεθνείς αρχές οι ελληνικοί φορείς είναι μόλις 8.526 άνθρωποι.
Οι μαρτυρίες των ίδιων των υποκειμένων και σε αυτό το πεδίο έχουν δημιουργήσει ρήγματα στο πέπλο συγκάλυψης τόσο γύρω από τα pushbacks, ως κανονικοποιημένη πρακτική, με την βίαιη και πολλές φορές δολοφονική βία, τις απαγωγές, τους βασανισμούς και τις κακοποιήσεις, όσο και τους βιασμούς και σεξιστικές επιθέσεις, όλα με θύτες τα σώματα ασφαλείας της Ευρώπης-Φρούριο. Η πρόσφατη καταγγελία νεαρής πρόσφυγα του βιασμού της από δύο αστυνομικούς στο νησί της Σάμου τον περασμένο Νοέμβριο αλλά και η δημοσιοποίηση της ιστορίας τρανς γυναίκας, την οποία αφού την βίασαν άνδρες των δυνάμεων καταστολής, την χτύπησαν άσχημα, της έκλεψαν χρήματα, κινητό και όλα της προσωπικά αντικείμενα, την έριξαν γυμνή σε μια βάρκα και την απέλασαν αποδεικνύουν πως η έμφυλη βία αποτελεί ένα ακόμα, βάρβαρο εργαλείο καταστολής, επιβολής και εξόντωσης των ανεπιθύμητων, των πλέον αδύναμων στην κοινωνική και ταξική ιεραρχία. Είναι αυτή η οργανωμένη από τα πάνω βία της Εξουσίας, η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής και υπόστασης που επιτρέπει στα σώματα ασφαλείας να κακοποιούν, να βασανίζουν, να βιάζουν, αποθρασυμμένοι διότι κινούνται στα πλαίσια των κυρίαρχων προσταγών: αποτυπώνεται στην παρακάτω μαρτυρία της Παρβίν, πρόσφυγα από το Ιράν:
«Ονομάζομαι Πάρβιν. Έφυγα από το Ιράν και ήρθα στην Τουρκία το 2017. Μετά, στην Ευρώπη, το 2020, μόνη μου. Κατά τη διαδρομή επαναπροωθήθηκα παράνομα 6 φορές από την Ελλάδα. Προσπάθησα να προσεγγίσω το ποτάμι του Έβρου και να μπω από τη θάλασσα, πάρα το ότι δεν ξέρω κολύμπι. Με συνέλαβαν, με έβαλαν σε βρόμικα κελιά, σε κοντέινερ, δεν μου έδωσαν τίποτα να φάω, δεν μας άφηναν να χρησιμοποιήσουμε τουαλέτα. Χτυπούσαν παιδιά, έγκυες γυναίκες, μας πυροβόλησαν, μας πήραν αντικείμενά μας, μας έβαλαν χειροπέδες, μας έριξαν δακρυγόνα, βασανιστήκαμε και σχεδόν σκοτωθήκαμε. Όλα αυτά, γίνονται μυστικά. Εγώ όμως κατάφερα να τραβήξω βίντεο και φωτογραφίες για να αποδείξω αυτό που μου συνέβη τη βία που υπέστη. Και τώρα θέλω να πω την ιστορία μου, θέλω δικαιοσύνη, θέλω να αναγνωριστούν τα ανθρώπινα δικαιώματά μου και θέλω αυτό το σύστημα να αλλάξει».


.................


Για την υπόθεση Λιγνάδη – τοποθέτηση συντρόφισσας και σπουδάστριας στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου


Ο Δημήτρης Λιγνάδης βρισκόταν επί δύο χρόνια στην θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου και του καθηγητή στη Δραματική σχολή. Στο πλαίσιο των καταγγελιών στον χώρο του θεάματος την περσινή χρονιά, άρχισαν να βγαίνουν ανώνυμες στην αρχή καταγγελίες για γνωστό «θεατράνθρωπο» από νέους ηθοποιούς η ανθρώπους που σε νεαρή ηλικία ήθελαν να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο επάγγελμα και το άτομο αυτό το εκμεταλλεύτηκε. Οι καταγγελίες μπορεί να έγιναν από ενήλικες πλέον ανθρώπους, αλλά αναφέρονταν σε περιστατικά τα οποία τους συνέβησαν σε νεαρή ηλικία. Όταν οι καταγγελίες άρχισαν να πληθαίνουν, παρόλο που αρχικά ο Λιγνάδης προσπάθησε να διασφαλίσει τη θέση του με οποιοδήποτε μέσο, τελικά προέβη στην παραίτηση του για να διασφαλίσει πως όταν συλληφθεί δεν θα εμπλακεί το εθνικό θέατρο, η θέση στην οποία βρισκόταν και φυσικά το υπουργείο πολιτισμού και συγκεκριμένα η υπουργός πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, η οποία τον είχε διορίσει σε αυτή τη θέση. Φυσικά η συγκάλυψή του είχε ήδη ξεκινήσει από τα πριν και συνεχίστηκε καθώς οι αρχές του έδωσαν αβάντα έναν ολόκληρο μήνα πριν μπουν και ψάξουν το σπίτι του, στο οποίο φυσικά, όταν μπήκαν, δεν βρήκαν μέσα ούτε τα έπιπλα. Η υπουργός πολιτισμού, θέλοντας να δικαιολογήσει τη φιλική σχέση και τον διορισμό του ως καλλιτεχνικό διευθυντή, προχώρησε σε γελοίες δηλώσεις του τύπου «με εξαπάτησε με την υποκριτική του τέχνη», κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη τη θέση στην οποία βρισκόταν και θυματοποιώντας τον εαυτό της. Βέβαια, αργότερα άρχισαν να βγαίνουν στο φως στοιχεία για κύκλωμα εκμετάλλευσης ανήλικων παιδιών και σχέσεις του Λιγνάδη με την οικογένεια Μητσοτάκη, τα οποία προσπάθησαν να τα θάψουν πολύ γρήγορα. Επίσης βγήκαν στο φως οι σχέσεις του Λιγνάδη με διάφορες ΜΚΟ μέσω των οποίων ερχόταν σε επαφή με νεαρά προσφυγόπουλα, υπόθεση στην οποία εμπλέκονταν συγγενικά πρόσωπα του πρωθυπουργού.
Αυτήν την στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη ακόμα η δίκη του και αναμένεται η απόφαση. Η δίκη ξεκίνησε στις 25/2/22 και γίνεται όλο και πιο φανερό όσο ολοκληρώνεται η διαδικασία πως η θεσμική αντιμετώπιση του ζητήματος της πατριαρχικής και εξουσιαστικής βίας στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως και στην υπόθεση του Λιγνάδη, φέρνει τα θύματα σε μια θέση που όχι απλά πρέπει να επαναφέρουν στη μνήμη τους και να μιλήσουν για μια συντριπτική για την ψυχική και σωματική τους υγεία εμπειρία, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να υποστούν προσβολές και αμφισβήτηση τόσο από τους δικαστές όσο και από τον συνήγορο υπεράσπισης Κούγια. Ειδικότερα ο Κούγιας, μετά την κατάθεση ενός από τα θύματα (Σ), χωρίς να ρωτήσει άπλωσε το χέρι του πάνω στον Σ. και προσπάθησε να κάνει αναπαράσταση της σκηνής του βιασμού, συναντώντας προφανώς έντονες αντιδράσεις. Όλη η υπερασπιστική γραμμή του Κούγια έγκειται στην προσβολή των θυμάτων, με ομοφοβικές, σεξιστικές επιθέσεις και δηλώσεις. Ταυτόχρονα, από την πλευρά των δικαστών, και συγκεκριμένα της προέδρου του δικαστηρίου, παρατηρείται καθ’ όλη τη διαδικασία της δίκης μια έντονη αμφισβήτηση, πολλές φορές με ύφος και ένταση που δεν αντιστοιχούν ούτε στη διαδικασία την ίδια αλλά ούτε στην αντιμετώπιση ενός ανθρώπου που βρήκε τελικά το θάρρος να μιλήσει. Ακούστηκε πολλές φορές μέσα στο δικαστήριο, ειδικότερα μετά την κατάθεση του Σ., η ερώτηση «γιατί ενώ είχες υποστεί βιασμό, ξαναπήγες στο σπίτι του κατηγορουμένου;», αγνοώντας παντελώς πως το θύμα ήταν ανήλικο και τον ψυχολογικό πόλεμο που μπορεί να είχε βιώσει ως παιδί, καθώς και ότι ο βιασμός είναι κάτι που μπορεί να συμβεί τόσο από κάποιον άνθρωπο που δεν γνωρίζεις όσο και μέσα σε μια σχέση η από κάποιον που γνωρίζει το θύμα.
Ταυτόχρονα, οι μάρτυρες υπεράσπισης, παίρνοντας τον λόγο, αποκαλούν «βίζιτες» τους καταγγέλλοντες, αναφερόμενοι στις φωτογραφίες τους στα social media. Θέλω να αναφερθώ στην απάντηση που έδωσε ο Π. όταν κατέθετε και ρωτήθηκε κάποια στιγμή γιατί δεν έκανε νωρίτερα καταγγελία. Η απάντηση του ήταν: «Τι να πω; Η κολλητή του ήταν υπουργός και ο σύζυγος της καναλάρχης. Εγώ δεν είχα καν χαρτιά τότε». Η απάντηση καθρεφτίζει το ταξικό ζήτημα που κυριαρχεί στην υπόθεση αυτή. Μετανάστες χωρίς χαρτιά, παιδιά φτωχών οικογενειών και νέα παιδιά με επιθυμία να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο επάγγελμα έπεσαν θύματα ενός ανθρώπου του συστήματος, που χρησιμοποιεί την εξουσία που του δίνεται νομίζοντας πως θα υπάρξει σιωπή και συγκάλυψη, όπως γίνεται συνήθως αλλά και από την πρώτη στιγμή με τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και τη δύναμη που του δινόταν απαιτούσε να έχει το δικαίωμα πάνω στα σώματα δεκάδων παιδιών που θέλησαν να ασχοληθούν με τον συγκεκριμένο χώρο ή και όχι και βρέθηκαν κοντά του, και θα συνέχιζε να το κάνει γιατί κανείς δεν θα τον σταματούσε. Ήταν ο ίδιος μέρος των θεσμών, κομμάτι του συστήματος που αναπαράγει την καταπίεση, την έμφυλη βία και την πατριαρχική εξουσία. Αυτό που κατάφερε να τον σταματήσει ήταν οι δημόσιες καταγγελίες που έκαναν τα θύματα και η κοινωνική πίεση που ασκήθηκε. Ακόμα και σήμερα όμως βλέπουμε πως με νύχια και με δόντια προσπαθούν κυρίως τα ΜΜΕ και διάφορα πρόσωπα του θεάματος να του δώσουν ελαφρυντικά και να ξεπλύνουν τον παιδοβιαστή Λιγνάδη.


.....................


Πολλές φορές γράφουμε ότι η έμφυλη βία είναι συστημική, θεσμική βία. Αυτό αποτυπώνεται στην κρατική διαχείριση όλων των εκδηλώσεών της, όπως δείξαμε και παραπάνω, στην ατιμωρησία και τη συγκάλυψη των δραστών, στη στοχοποίηση και τη διαπόμπευση των θυμάτων. Το θέμα όμως δεν εξαντλείται εκεί, δηλαδή στη διαχείριση. Και για αυτό δεν θα μπορούσε απλά η λύση να είναι θέμα διαφορετικής διαχείρισης εκ μέρους των θεσμών, ευαισθητοποίησης ή βελτίωσης των αστυνομικών και δικαστικών μηχανισμών. Αντίθετα, αυτό που αναδεικνύεται είναι ότι η πατριαρχία και οι ρόλοι που επιβάλλει αποτελούν συστατικό κομμάτι της ιεραρχικής οργάνωσης της κοινωνίας από το κράτος και το κεφάλαιο. Είναι κομμάτι των πολλαπλών ανισοτήτων που αφορούν την τάξη, τη φυλή, την εθνική καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Στις σύγχρονες συνθήκες είναι επίσης κομμάτι του κοινωνικού κανιβαλισμού που προωθούν τα πολιτικά και οικονομικά αφεντικά ώστε να παραμένουν τα ίδια στο απυρόβλητο: ενός πολέμου όλων εναντίον όλων, στον οποίο προωθείται ο αλληλοσπαραγμός των φτωχών και ταυτόχρονα χτίζονται φασιστικές, εθνικιστικές, μισαλλόδοξες εφεδρείες του συστήματος, στοχοποιώντας όποια και όποιον θεωρείται «αδύναμος» με βάση την επιβαλλόμενη κοινωνική και ταξική ιεραρχία.
Μιλάμε βέβαια με έμφαση στην τωρινή πραγματικότητα, αλλά ούτε αυτή η πραγματικότητα είναι μόνο σημερινή. Ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη της Σίλβια Φεντερίτσι, για τις εξεγέρσεις την εποχή του μεσαίωνα. Η «αποποινικοποίηση του βιασμού» σε περιοχές της σημερινής Ιταλίας, δηλαδή η παροχή εκ μέρους των αρχόντων του «δικαιώματος» στους άντρες να μπορούν να βιάζουν νεαρά κορίτσια χωρίς επιπτώσεις (κάτι που επιτρεπόταν μόνο για τους άρχοντες ως τότε), αποτέλεσε κατά τη συγγραφέα εργαλείο ταξικής διαίρεσης για την αναχαίτιση λαϊκών εξεγέρσεων και πράγματι διέσπασε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό το κοινωνικό σώμα.
Ξαναγυρνώντας στο σήμερα και σε ό,τι αφορά την έμφυλη βία, οι δράστες γαλουχούνται και οπλίζονται από τα κυρίαρχα πρότυπα, της ιδιοκτησίας, της ιεραρχίας, της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης. Και γι’ αυτό τα εγκλήματά τους χαίρουν νομιμοποίησης και δικαιολόγησης. Η συγκάλυψη όμως δεν είναι μόνο ιδεολογική. Η υποκρισία του κράτους, των θεσμών, αλλά συχνά και του καθεστωτικού φεμινισμού φαίνονται επίσης από το γεγονός ότι οι αναφορές τους στην έμφυλη βία εξαντλούνται στο μοριακό ή ενδοοικογενειακό επίπεδο εμφάνισής τους (ακόμα και αν και εκεί είναι ορατό ότι τα πρότυπα ανισότητας και απαξίωσης που ακολουθούνται είναι εκείνα της κυρίαρχης και επιβεβλημένης από τα πάνω ιεράρχησης). Αντίθετα, συστηματικά αποκρύπτεται η έμφυλη βία που ασκείται από τα «σώματα ασφαλείας» του καθεστώτος. Τόσο ιστορικά, όσο και σήμερα η σεξιστική βία, τα βασανιστήρια, οι κακοποιήσεις, η εξευτελιστική μεταχείριση, οι απειλές βιασμού και οι βιασμοί αποτέλεσαν από τα βασικότερα εργαλεία καταστολής στη φαρέτρα κάθε κράτους για την αντιμετώπιση αγωνιζόμενων, εξεγερμένων και επαναστατημένων, όπως και βασικό μέσο καθυπόταξης και ταπείνωσης του εχθρού σε πολεμικές συρράξεις, σε γενικευμένη μάλιστα κλίμακα. Πρόκειται για βαθιά ριζωμένα μοντέλα απαξίωσης του γυναικείου ή θηλυκού σώματος με στόχο την καθυπόταξη του «άλλου» και την εδραίωση εξουσίας. Μοντέλα που φυσικά διαχέονται στο μοριακό επίπεδο, παράγοντας την αίσθηση της νομιμοποίησης και της ατιμωρησίας, και τα οποία φυσικά δεν ανήκουν σε ένα μακρινό παρελθόν. Από τις σύγχρονές μας εξεγέρσεις στη Χιλή και την Κολομβία, μέχρι την απτή πραγματικότητα των διαδηλώσεων, των συλλήψεων και της αστυνομικής βίας εδώ… Όλες έχουμε βρεθεί αντιμέτωπες με τη σεξιστική βία της αστυνομίας, τις ύβρεις, τους χλευασμούς, τις απειλές, που αποτελούν μια διαχρονική (και αποσιωπημένη ακόμα και μέσα στο κίνημα) πραγματικότητα για όλες τις γυναίκες που αγωνίζονται – και όχι μόνο. Γι’ αυτό και εμείς το 2018 επιλέξαμε να σαμποτάρουμε τη φιέστα της Γ.Γ. Ισότητας στο Μέγαρο Μουσικής ενόψει της 25ης Νοέμβρη, αναδεικνύοντας την έμφυλη βία της αστυνομίας, συμμετείχαμε στις διαδηλώσεις με αυτή την αιχμή και το 2020, εν μέσω του λοκντάουν, στις 25 Νοέμβρη επιλέξαμε να ανοίξουμε πανό και να κάνουμε παρέμβαση έξω από τη ΓΑΔΑ. Ανάλογη κινητοποίηση οργανώσαμε, μαζί με άλλες συντρόφισσες, και στα αστυνομικά κατεχόμενα Εξάρχεια, το 2019, ενάντια στις σεξιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις των μπάτσων που στρατοπέδευαν στην περιοχή. Θα ήταν τεράστιος ο κατάλογος εμπειριών που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε από τέτοια γεγονότα, που για πολλά χρόνια αποτελούσαν και μια αποσιωπημένη διάσταση της καταστολής. Και στην προσπάθεια να αναδειχτεί, ακριβώς γιατί μόνο έτσι μπορεί να αναγνωριστεί και να καταπολεμηθεί, θεωρούμε απαραίτητο να δημοσιοποιούνται και να καταγγέλλονται τέτοια γεγονότα, όπως έκανε παλιότερα συντρόφισσα που συνελήφθη στην αντιφασιστική μοτοπορεία, ο αναρχικός Λάμπρος Γούλας που συνελήφθη στα Εξάρχεια, ξυλοκοπήθηκε και απειλήθηκε με βιασμό, και πιο πρόσφατα ο αναρχικός Άρης Π., που συνελήφθη στη Νέα Σμύρνη, και προχώρησε μάλιστα σε μήνυση κατά της αντιτρομοκρατικής για τις απειλές που δέχτηκε…
Στο επίπεδο της κρατικής βίας δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε την υπόθεση των οροθετικών γυναικών, που συνελήφθησαν, διαπομπεύτηκαν και φυλακίστηκαν ως πόρνες που συνιστούν απειλή για την ελληνική οικογένεια (σύμφωνα με τη δημόσια δήλωση του τότε υπουργού Α. Λοβέρδου). Δεν θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε την άθλια ρητορεία ξεπλύματος της δολοφονίας του Ζακ από φασίστες καταστηματάρχες και τους μπάτσους που κατέφτασαν, χτυπώντας τον ενώ ήδη ήταν αιμόφυρτος στο έδαφος. Δεν μπορούμε επίσης να μην αναφέρουμε όλη την κυβερνητική θαλπωρή που περιέβαλλε τον παιδοβιαστή Λιγνάδη, και πρόσφατα τον άλλο βιαστή – καθηγητή της ΑΣΟΕΕ και συνεργάτη του υπουργείου περιβάλλοντος. Δεν μπορούμε να παραλείπουμε να βλέπουμε ότι εκεί που εδραιώνεται η εξουσία και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η έμφυλη βία θεριεύει.

 

 

Okupa Cuba - μια προταγματική απάντηση από το Μεξικό.


Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του 2020, γυναίκες στην πόλη του Μεξικού κατέλαβαν το κτήριο της Εθνικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (CNDH). H κατάληψη ήρθε σαν συνέχεια της διαμαρτυρίας που ξεκίνησαν μανάδες δολοφονημένων και εξαφανισμένων κοριτσιών, πλαισιώθηκε από ένα πλατύ μέτωπο που είχε συσπειρωθεί με αιχμή το σύνθημα ΚΑΜΙΑ ΛΙΓΟΤΕΡΗ (#Niunamenos), από φεμινιστικές ομάδες και από το Μαύρο Μπλοκ, και μετατράπηκε σε μια συλλογική έκφραση οργής για τις γυναικοκτονίες, τους βιασμούς, τις εξαφανίσεις, καταγγέλλοντας τη συγκάλυψη των αρχών και απαιτώντας δικαιοσύνη.
Έντεκα γυναίκες δολοφονούνται στο Μεξικό κάθε μέρα. Τα ποσοστά των γυναικοκτονιών αυξάνονται κάθε χρόνο την τελευταία δεκαετία και τα χαρακτηριστικά τους κουβαλούν ανείπωτη και ανατριχιαστική βία: διαμελισμούς, βιασμούς, κακοποιήσεις. Ανάμεσα στο 2007 και το 2017, συγκεκριμένα, τριπλασιάστηκε ο αριθμός των γυναικών που δολοφονούνται κάθε χρόνο. Το 66% των γυναικών στο Μεξικό έχει υποστεί κάποια μορφή σεξουαλικής βίας. Τα θύματα βρίσκονται παγιδευμένα στην ατελείωτη και δαιδαλώδη γραφειοκρατία των μηχανισμών απονομής δικαιοσύνης, ενώ το 90% των καταγγελλόμενων εγκλημάτων παραμένει ανεξιχνίαστο ή χωρίς τιμωρία των ενόχων. Η πανδημία του κορονοϊού επέφερε, μεταξύ άλλων, την αύξηση κατά 71% των καταγγελιών για ενδοοικογενειακή βία και δημιούργησε επιπλέον δυσκολίες στις γυναίκες που αναζητούσαν δικαιοσύνη μέσω του νομικού συστήματος. Η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι, υποτίθεται, ο αρμόδιος θεσμός για την παροχή βοήθειας και την προστασία των γυναικών που βρίσκονται αντιμέτωπες με τέτοιες καταστάσεις. Όμως, η αδιαφορία, η υποκρισία, η συγκάλυψη, το χρεωκοπημένο σύστημα απονομής δικαιοσύνης εξόργισαν τις γυναίκες, τις έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από το κράτος και οδήγησε σε ένα πρωτοφανές για τα διεθνή χρονικά γεγονός: Την κατάληψη ενός κυβερνητικού κτηρίου από γυναίκες! Αρχικά, στις 2 Σεπτεμβρίου 2020, δύο γυναίκες αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το κτήριο, μετά από προγραμματισμένη συνάντηση που είχαν με την πρόεδρο της Επιτροπής, η μία για την υπόθεση της δολοφονίας του γιου της και η άλλη για τη σεξουαλική κακοποίηση της τετράχρονης κόρης της. Και οι δύο είχαν ταξιδέψει στην Πόλη του Μεξικού από το Σαν Λουίς Ποτοσί. Μετά τη λήξη της συνάντησης και όταν είδαν ότι καμία πρόοδος δεν είχε γίνει στη διερεύνηση των εγκλημάτων, κατήγγειλαν την απραξία της Επιτροπής, δέθηκαν σε καρέκλες των γραφείων και ζήτησαν τη στήριξη συλλογικοτήτων. Στο κάλεσμά τους ανταποκρίθηκαν δεκάδες μέλη γυναικείων ομάδων, με καταλυτική την παρουσία των αναρχοφεμινιστριών του Μαύρου Μπλοκ, καθώς και πολλοί ακόμα συγγενείς θυμάτων έμφυλης βίας. Την πρώτη νύχτα οι αλληλέγγυες συγκεντρώθηκαν έξω από το κτήριο και κοιμήθηκαν στο πεζοδρόμιο. Όπως αφηγείται μια από τις γυναίκες εκείνες, η Έρικα, έμειναν έξω, στο κρύο και υπέμειναν προσβολές περαστικών. Το πρωί το ξανασκέφτηκαν. Μία από τις κοπέλες αναρωτήθηκε: «Γιατί καθόμαστε εδώ στο κρύο και δεν μπαίνουμε μέσα;» Συνέταξαν μία λίστα αιτημάτων και την επόμενη μέρα, την Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου, εισέβαλαν στο κτήριο, αναγκάζοντας τους υπαλλήλους και τους φρουρούς να αποχωρήσουν. Στην κατάληψη συνέρρευσαν γυναίκες κάθε ηλικίας, παιδιά, αλλά και άντρες συγγενείς των θυμάτων. Περιγράφουν ότι όταν μπήκαν για πρώτη φορά στο κτήριο έμειναν άφωνοι με τον πλούτο που συνάντησαν. Στα ντουλάπια της επιτροπής βρήκαν τρόφιμα, ακριβά κρέατα, παγωτά, ποικιλίες φρούτων και λαχανικών που δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους. Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες ζουν μέσα στη φτώχεια και ό,τι χρήματα είχαν μαζέψει μια ζωή έχουν εξαντληθεί στις έρευνες, στα μεταφορικά τους έξοδα και ό,τι άλλο απαιτείται στην προσπάθειά τους να βρουν δικαιοσύνη, όπως λένε, και να μην ξεχαστούν οι νεκρές κόρες τους, να τιμωρηθούν οι ένοχοι.
Η Έρικα είναι 42 χρονών. Τρία χρόνια πριν είχε βιαστεί η τότε επτάχρονη κόρη της από μέλος της οικογένειας. Η Έρικα πήγε στην αστυνομία, το κατήγγειλε και βρέθηκε εγκλωβισμένη στη γραφειοκρατία. Προσέφυγε σε κάθε θεσμό που υπήρχε χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο βιαστής όχι μόνο παρέμενε ελεύθερος αλλά την πέταξε έξω απ’ το σπίτι που έμενε μαζί με τα τρία παιδιά της και βρέθηκαν άστεγοι, στο δρόμο, αναζητώντας καταφύγιο. Η κατάληψη έγινε το καταφύγιό της. Το αποικιακού ρυθμού οικοδόμημα της οδού Republica de Cuba, στο ιστορικό κέντρο της Πόλης της Μεξικού, όπου στεγαζόταν η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετονομάστηκε σε Okupa Cuba Casa Refugio (Κατάληψη Κούβα - Καταφύγιο), θέλοντας να προσφέρει στέγη, φωνή, αλληλεγγύη και δύναμη σε γυναίκες που βρίσκονται αντιμέτωπες με την έμφυλη βία και στον αγώνα για την εξάλειψή της. Οι καταληψίες έφτιαξαν ένα μεγάλο γκράφιτι με το σύνθημα «ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ – ΔΕΝ ΣΥΧΓΩΡΟΥΜΕ», έγραψαν συνθήματα, ζωγράφισαν στους τοίχους, τα γραφεία μετατράπηκαν σε υπνοδωμάτια και η καφετέρια του προσωπικού έγινε συλλογική κουζίνα. Άρχισαν να καταφτάνουν γυναίκες απ’ όλο το Μεξικό, άλλες για να απαγγείλουν ποιήματα, άλλες για να παίξουν μουσική και άλλες για να γράψουν στους τοίχους το όνομα των κακοποιητών τους. Εκατοντάδες άνθρωποι στήριξαν τη συλλογή ρούχων, τροφίμων, ειδών πρώτης ανάγκης για γυναίκες και παιδιά, που άρχισαν να διανέμονται σε οικογένειες που χρειάζονται στήριξη. Η κατάληψη ήταν η κορύφωση ενός έτους δυναμικών κινητοποιήσεων ενάντια στην έμφυλη βία, μέσα στις οποίες αναδείχτηκε και εξαπλώθηκε το Μαύρο Μπλοκ, ενώ πολλές γυναίκες ριζοσπαστικοποιήθηκαν αφότου βρέθηκαν αντιμέτωπες με την αστυνομική βία κατά τη διάρκεια εκείνων των κινητοποιήσεων. Μέσα σε μία συνθήκη όπου που κάθε μέρα, με το που ξυπνούν διαβάζουν στα social media για νέες υποθέσεις εξαφανισμένων, δολοφονημένων, βιασμένων γυναικών, οι δράσεις που οργανώνει το Μαύρο Μπλοκ αποτέλεσαν σημείο έμπνευσης και συλλογικοποίησης. Η παρουσία τους, στο Μεξικό, δεν παραπέμπει μόνο στα αναρχικά μαύρα μπλοκ των διεθνών διαδηλώσεων, αλλά και στο κίνημα των ιθαγενών Ζαπατίστας, που με καλυμμένα τα πρόσωπά τους εξεγέρθηκαν το 1994 και συνεχίζουν μέχρι σήμερα, καταλαμβάνοντας όχι μόνο ένα κτήριο, αλλά γη και εδάφη, συγκροτώντας εξεγερμένες κοινότητες.
Μία από τις γνωστότερες κινήσεις του μαύρου μπλοκ έναν χρόνο πριν την κατάληψη ήταν μετά τη σεξουαλική κακοποίηση μιας νεαρής κοπέλας από μπάτσους. Διαδηλώτριες βγήκαν στον δρόμο, έσπασαν βιτρίνες, πυρπόλησαν το αστυνομικό τμήμα και έγραψαν συνθήματα στο μνημείο του Αγγέλου της Ανεξαρτησίας. Απέναντι στις συλλήψεις και την επικείμενη καταστολή, διαδόθηκε και αγκαλιάστηκε το σύνθημα «Fuimos Todas» («Είμασταν όλες μαζί»), γράφοντας ότι «οι βιτρίνες που σπάστηκαν, οι φωτιές, δεν έγιναν από ένα πρόσωπο, έγιναν από όλες εμάς» και αναλαμβάνοντας έτι συλλογικά την ευθύνη ώστε να μην μπορούν να ασκηθούν διώξεις σε συγκεκριμένα άτομα.
Ο μεξικανός πρόεδρος Αντρέζ Μανουέλ Λόπεζ Ομπραδόρ έσπευσε να καταδικάσει την κατάληψη, δηλώνοντας μάλιστα ότι η χώρα δεν έχει σοβαρό πρόβλημα έμφυλης βίας, τη στιγμή που μόνο μέσα στο 2019 καταγράφονται 3.000 γυναικοκτονίες! Ο Ομπραδόρ δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει την προσφιλή τακτική της κεντροαριστεράς, από την οποία προέρχεται. Έτσι, πέρα από το να καταγγέλλει μανιωδώς τους «βανδαλισμούς», προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, λέγοντας ότι οι φεμινίστριες είναι συντηρητικές και κομμάτι της αντίδρασης που προσπαθεί να υπονομεύσει την προοδευτική κυβέρνησή του. Το κτήριο ήταν γεμάτο πίνακες που απεικόνιζαν πρώην προέδρους της χώρας και άλλες ιστορικές φυσιογνωμίες – όλοι άντρες βέβαια. Αυτοί οι πίνακες διακοσμήθηκαν με κραγιόν, σκιές ματιών, μωβ μπούκλες, αλφάδια, ACAB και λουλουδάκια. Στη συνέχεια οι καταληψίες τους έβγαλαν στο δρόμο και πραγματοποίησαν ανοιχτή έκθεση ζωγραφικής. Είχαν τόση μεγάλη επιτυχία, που οι πίνακες δημοπρατήθηκαν για την οικονομική ενίσχυση της στέγης κακοποιημένων γυναικών. Οι καταληψίες, μεταξύ τους ηλικιωμένες γυναίκες, μητέρες μαζί με τα παιδιά τους, εγκυμονούσες, φοιτήτριες, κοπέλες που πρόσφατα είχαν συλληφθεί σε συγκρούσεις με την αστυνομία, αποφάσισαν ότι δεν θα εγκαταλείψουν το κτήριο ακόμα και αν γίνουν δεκτά τα αρχικά τους αιτήματα. Η Okupa Cuba ενέπνευσε παρόμοια εγχειρήματα και σε άλλες πόλεις. Λίγο καιρό αργότερα, καταλήφθηκε το κτήριο της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σε γειτονική πολιτεία, όμως εκεί ακολούθησε άμεσα βίαιη αστυνομική εκκένωση. Την επόμενη μέρα, οι αναρχικές του μαύρου μπλοκ επέστρεψαν φωνάζοντας το σύνθημα «αν δεν είναι δικό μας, δεν είναι κανενός». Έσπασαν τα λουκέτα και τα παράθυρα του κτηρίου και στη συνέχεια του έβαλαν φωτιά και το έκαψαν.
Η κατάληψη συνεχίστηκε και παρά τις διαμάχες που ξέσπασαν στο εσωτερικό της ανάμεσα σε διαφορετικές τάσεις και τις προστριβές ανάμεσα στο μαύρο μπλοκ και τη συμμαχία «Καμία λιγότερη» που είχε σαν αποτέλεσμα την αποχώρηση των τελευταίων μέσα στον πρώτο μήνα. Από δηλώσεις τους στον Τύπο, εκπρόσωποι της συμμαχίας φαίνεται ότι διαφώνησαν με τη δημιουργία μιας «κομμούνας», όπως χαρακτήρισαν τη λειτουργία της κατάληψης με πολιτικές εκδηλώσεις, εργαστήρια και συνελεύσεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι μέχρι τον Οκτώβριο του 2020, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την κατάληψη, πολλές γυναίκες που βρέθηκαν εκεί προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για συγκεκριμένες υποθέσεις για τις οποίες οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές αδιαφορούσαν ή κωλυσιεργούσαν χρόνια ολόκληρα, είδαν ξαφνικά, ως δια μαγείας, τις καταγγελίες τους να εισακούγονται και τις υποθέσεις τους να προχωρούν, παίρνοντας τη νομική οδό. Ήταν και αυτός ένας λόγος που πολλές γυναίκες θεωρώντας ότι βρήκαν δικαίωση έπαψαν να συμμετέχουν. Άλλες παρέμειναν. Η Έρικα, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, πάλευε τρία χρόνια για να δικαστεί ο βιαστής της κόρης της. Η πρώτη ακροαματική διαδικασία ορίστηκε τον Οκτώβριο του ’20. Στη συνέχεια, την προσέγγισαν από το υπουργείο στέγασης του Μεξικού και της πρότειναν να μεσολαβήσουν για να βρει σπίτι εκείνη και η κόρη της. Η Έρικα αρνήθηκε να φύγουν από την κατάληψη. «Αν υπήρχε ένας τέτοιος χώρος και ήξερα πόσα πολλά θα μου προσέφερε, θα είχα πάει από την πρώτη στιγμή που κακοποιήθηκε η κόρη μου. Σήμερα, η ίδια μου λέει πόσο ασφαλής νιώθει εδώ και ότι θέλει να μείνει εδώ για πάντα», λέει η Έρικα.

 

 

ΜeToo


Μέσα από τη συνθήκη που διαμόρφωσε το «κίνημα ΜeToo», όπως ονομάστηκε, αποκαλύπτεται μια πραγματικότητα που θεωρούταν νομιμοποιημένη, κανονικοποιημένη, αναμφισβήτητη, μέσα στην οποία μεγαλώναμε, ότι «έτσι είναι ο κόσμος», ότι η καθεμιά από εμάς, από παιδί ακόμα, θα παρενοχληθεί, θα απειληθεί, θα δεχτεί σεξιστικές προσβολές, στο δρόμο, στο σχολείο, μετά στη δουλειά, στα μέσα μεταφοράς, θα υποστεί στο σώμα της ανεπιθύμητα αγγίγματα, θα απειληθεί η σωματική της ακεραιότητα και η σεξουαλική της ελευθερία. Οι μαρτυρίες έχουν μια δύναμη. Και ειδικά αν αναλογιστούμε πόση σημασία έχει να σπάσει αυτή η συνθήκη που ρίχνει την ευθύνη ή την ντροπή στο θύμα, οδηγώντας στην αποσιώπηση και την εσωτερίκευση της βίας, που αφήνει την καθεμιά να βιώνει μόνη της ένα ανείπωτο φορτίο. Στην πραγματικότητα δεν φανερώνεται κάτι άλλο από αυτό που γνωρίζαμε και υποστηρίζαμε τόσα χρόνια για τις σχέσεις εξουσίας. Και μάλιστα ότι όσο πιο εδραιωμένες και κυρίαρχες είναι αυτές, τόσο περισσότερο η έμφυλη βία θρέφεται και αναπαράγεται. Δεν είναι τυχαίο ότι μιλάμε για χώρους εργασίας, θεάματος, αθλητισμού, για την εκκλησία, για πρόσωπα με πολιτική και οικονομική εξουσία, που θεωρούν αυτονόητο δικαίωμά τους να εκμεταλλεύονται, να κακοποιούν και να εξαγοράζουν άλλα σώματα.
Ωστόσο, καμία ατομική μαρτυρία, όσο χειραφετητική κι αν είναι, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δύναμη των συλλογικών αγώνων. Και ο συλλογικός αγώνας δεν είναι απλά ένα άθροισμα ατομικοτήτων και ατομικών βιωμάτων. Αφετέρου, το φως της δημοσιότητας που χύνεται σε αυτό το σκοτεινό κοινό παρελθόν μπορεί να αποκαλύψει, αλλά και να γίνει τόσο εκτυφλωτικό που να συσκοτίσει. Η μιντιακή προπαγάνδα, που αντιμετωπίζει την έμφυλη βία με όρους θεάματος, φροντίζει προσεκτικά να αποκρύπτει τους πραγματικούς ενόχους και τις αιτίες της έμφυλης βίας, αποφεύγει σκόπιμα τις συσχετίσεις και τις συνδέσεις με τη συνολική εξουσιαστική επιβολή (έτσι π.χ. μπορεί να καταλαμβάνει όλα τα δελτία ειδήσεων μια καταγγελία που αφορά τον χώρο του θεάματος, περισσότερο με σκανδαλοθηρικούς όρους, αλλά οι βιασμοί μεταναστριών από συνοριοφύλακες, το trafficking ή η αστυνομική βία να θεωρούνται κομμάτια μιας «φυσιολογικής πραγματικότητας» που δεν αξίζουν καν κάποιας αναφοράς).

 

 

Για τις πολιτικές της ταυτότητας


Η κατεύθυνση, όμως, που παίρνουν τα προτάγματα και οι προτάσεις για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας αλλά και ο αγώνας ενάντια στην πατριαρχία ευρύτερα, δεν έχουν πάντα απελευθερωτικό ορίζοντα. Ακόμα και μέσα στα κινήματα, όταν η πατριαρχία αποκόπτεται από τις άλλες πτυχές της εξουσίας, οι οποίες υποτιμώνται ή υποβαθμίζονται (όπως γίνεται με το ταξικό ζήτημα π.χ.) και όταν απουσιάζει το όραμα της συνολικής κοινωνικής απελευθέρωσης, και πιο συγκεκριμένα του συλλογικού αγώνα για αυτή την απελευθέρωση, τότε πολύ εύκολα δεν καταντά μόνο ένα μερικό ζήτημα (στην ομπρέλα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής του εναλλακτισμού, με χορηγούμενες φιέστες), αλλά μπορεί να γίνει και κομμάτι του κοινωνικού κανιβαλισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λεγόμενη «πολιτική των ταυτοτήτων», ως σημαία διαχωρισμού και ως άρνηση του συλλογικού αγώνα. Στην Ελλάδα ίσως βλέπουμε ψήγματα μόνο μιας τέτοιας αντίληψης (…), ωστόσο σε άλλες χώρες έχει ήδη αναπτυχθεί κριτική μέσα στο αναρχικό και το αντιεξουσιαστικό κίνημα για μια πολιτική που λειτουργεί αποσαθρωτικά και υπονομευτικά για κάθε έννοια αλληλεγγύης και συγκρουσιακότητας απέναντι στο σύστημα, ανακυκλώνοντας σε ένα εσωτερικό πόλεμο έναν αέναο αγώνα όλων εναντίον όλων – αυτή τη φορά στο όνομα της υπεράσπισης των ταυτοτήτων.
Σε αυτή την κατεύθυνση πολύ γόνιμη φαίνεται η κριτική της πρωτοβουλίας Woke Anarchists Collective από τη Βρετανία, όπως αποτυπώνεται σε κείμενο που δημοσίευσαν με τίτλο «Ενάντια στον Αναρχοφιλελευθερισμό και την κατάρα των Πολιτικών της Ταυτότητας»:
«Οι πολιτικές της ταυτότητας είναι μέρος της κοινωνίας που θέλουμε να καταστρέψουμε. Οι πολιτικές ταυτότητας δεν είναι απελευθερωτικές, αλλά ρεφορμιστικές.
Δεν είναι τίποτα άλλο από ένα έδαφος αναπαραγωγής για επίδοξους πολιτικούς της ταυτότητας από τη μεσαία τάξη. Το μακροπρόθεσμο όραμά τους είναι η πλήρης ενσωμάτωση παραδοσιακά καταπιεσμένων ομάδων στο ιεραρχικό, ανταγωνιστικό κοινωνικό σύστημα που είναι ο καπιταλισμός και όχι η καταστροφή αυτού του συστήματος. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ο Καπιταλισμός Ουράνιου Τόξου (Ροζ Καπιταλισμός) – μια πιο αποτελεσματική και εκλεπτυσμένη μορφή κοινωνικού ελέγχου, όπου ο καθένας έχει την ευκαιρία να παίξει ένα ρόλο! Περιορισμένοι στον «ασφαλή χώρο» των ομοίων τους, οι πολιτικοί της ταυτότητας γίνονται ολοένα και πιο απομονωμένοι απ’ τον πραγματικό κόσμο. (…)
Το πιάνουμε, δεν είναι μόνο η τάξη, αλλά αν δεν μπορούμε έστω να κινητοποιηθούμε μαζί ώστε να αναγνωρίσουμε ποιος πραγματικά κατέχει τα ηνία της εξουσίας, τότε δεν έχουμε καμία ελπίδα να φτάσουμε οπουδήποτε. Εάν το όραμά τους ήταν αληθινά απελευθερωτικό για όλους, τότε δεν θα είχαν μια πολιτική διχασμού, η οποία βάζει συνεχώς μια ομάδα εναντίον μιας άλλης, με τρόπο που ομοιάζει με τον καπιταλισμό και τον εθνικισμό. (…)
Μια πολιτική που βασίζεται στην αναγκαστική χρήση της “σωστής” γλώσσας, ορολογίας και φρασεολογίας και την επιβεβλημένη χρήση του “σωστού” τόνου ομιλίας και ενός εξειδικευμένου κώδικα επικοινωνίας είναι αυτή η ίδια που εν δυνάμει μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο καταπίεσης. Σίγουρα δεν αντιπροσωπεύει εκείνους για τους οποίους ισχυρίζεται ότι μιλάει, εκείνους που βρίσκονται στον πάτο της κοινωνίας. Μια αναρχική ανάλυση έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει ότι, κάποιος μπορεί να προέρχεται από μια καταπιεσμένη ομάδα και την ίδια στιγμή η πολιτική του ή τα αιτήματα που προβάλλει για λογαριασμό των Αναμφισβήτητα Καταπιεσμένων να είναι καθαρά φιλελεύθερα, μπουρζουάδικα και φιλοκαπιταλιστικά. (…)
Ο αναρχισμός δεν είναι “πολιτική της ταυτότητας”.
Ο αναρχισμός δεν είναι απλώς μια ακόμη ταυτότητα, όπως κάποιοι επιθυμούν να ισχυριστούν. Αυτή είναι μια κοινότυπη, χονδροειδής και απλουστευτική στάση από τους ακτιβιστές της ταυτότητας και ένας τρόπος για να αποφευχθεί η απάντηση σε πραγματικά πολιτικά ζητήματα. Δείχνει επίσης την αδυναμία κατανόησης του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι πολιτικές της ταυτότητας για να χειραγωγούνται, να καθοδηγούνται και να υπονομεύονται οι αναρχικοί χώροι για ιδιοτελείς και προσωπικές σκοπιμότητες. (…) Για εμάς, ο αναρχισμός είναι συνεργασία, αμοιβαία βοήθεια, αλληλεγγύη και καταπολέμηση των πραγματικών κέντρων εξουσίας. Οι αυτοοργανωμένοι χώροι των αναρχικών κινημάτων δεν υπάρχουν για όσους απλώς θέλουν να τσακωθούν με τους γύρω τους. Έχουμε μια υπερήφανη ιστορία διεθνισμού και πολυμορφίας, οπότε ας ανακτήσουμε τις πολιτικές μας δυνάμεις για ένα μέλλον που πραγματικά θα καταργεί όλους τους αποκλεισμούς».

 

 

Επίλογος


Αντλώντας από τους αγώνες γυναικών του παρελθόντος και του παρόντος, από τις γυναίκες της Κομμούνας ως τις Mujeres Libres της κοινωνικής επανάστασης στην Ισπανία και τις ιθαγενείς Ζαπατίστας, εμπνεόμαστε για το πέρασμα από την ατομική στη συλλογική εξέγερση και από τις μερικές αντιστάσεις στο συνολικό πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Απέναντι στη σιωπή, την εξατομίκευση, τον κοινωνικό κανιβαλισμό και τις θεσμικές αυταπάτες, οργάνωση και αγώνας για το γκρέμισμα της κρατικής, καπιταλιστικής και πατριαρχικής εξουσίας.

 


Φεβρουάριος – Ιούλιος 2022
Συντρόφισσες από την Αναρχική Συλλογικότητα ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ (µέλος της ΑΠΟ)